Το Κουτσό

Στέκομαι ακριβώς μέσα στο τετράγωνο, σκούρο πλακάκι πεζοδρομίου, μετράω
άλλα δώδεκα ακόμα στη σειρά ακριβώς μπροστά μου, όλα μαζί οδηγούν στη βιτρίνα
μαγαζιού με κινητά. Το δεξί μου πόδι ακουμπάει την πλαστική, σφιχτοδεμένη
σακούλα με τα ψώνια μου, και θυμάμαι το χωριό, όταν ακουμπούσαμε με τις μύτες
των παπουτσιών μας το βοτσαλάκι που χρησιμοποιούσαμε για αμάδα, στην προσπάθειά
μας να το φτάσουμε στο τελευταίο πλακάκι που είχαμε ζωγραφίσει στην αυλή της
Μίνας με κιμωλία, χωρίς να ξεφύγει έξω απ’ τα πλαίσια. Είχαμε βάλει και
κανόνες, όποιος νικήσει, θα δώσει δυο φιλιά στο στόμα στον άλλον κι αυτός
έπρεπε να παραμείνει ανέκφραστος, αγαλματάκι ακίνητο, αμίλητο, αγέλαστο,
αλλιώς, αν ανταποκρινόταν, έχανε τη σειρά του. Είτε νικούσα είτε κέρδιζα, ήμουν
τρισευτυχισμένος. Ούτως ή άλλως, ανταποκρινόμουν από μέσα μου, έβραζα.

            Αριστερά μου ένας πάγκος
που διαφημίζει αρώματα. Πού πάνε οι καστανάδες; Ακόμα μυρίζω ψημένα κάστανα
όποτε περνάω από τέτοιες γωνιές της Αθήνας, κι ας είναι πια άφαντοι. Η κολώνα
από μπετόν στα δεξιά μου μυρίζει κάτουρο και φτηνή μπογιά. Παραπονιάρικα,
αγανακτισμένα λόγια γραμμένα με σπρέι και μια κόκκινη καρδιά με φατσούλα
ζωγραφισμένη. Εμείς τις χαράζαμε τότε στους κορμούς των ευτκαλύπτων στο δασάκι
δίπλα στη θάλασσα. Με σουγιαδάκι, κλειδί, στυλό, ό,τι είχαμε στις τσέπες μας.
Καρδούλες και τ’ ονόματά μας: Νίκος – Μίνα. Ευωδίαζε ο ευκάλυπτος όσο εμείς τον
χαράζαμε, βαριανάσαινε όσο τον πληγώναμε.

            Εδώ βρωμάει καυσαέριο,
μούχλα, μοναξιά. Έμαθα ότι το δασάκι αυτό μετετράπη σε οικοδομικό τετράγωνο. Να
πόνεσαν πολύ άραγε τα σημαδεμένα δέντρα μας όταν τα πετσόκοβαν;

            Λυγίζω το αριστερό μου πόδι προς τα
πίσω και σπρώχνω με τη μύτη του δεξιού μου παπουτσιού τη σακούλα ένα τετράγωνο
μπροστά, προς τη βιτρίνα του μοντέρνου μαγαζιού με τα κινητά, μέσα στα πλαίσια
απ’ το πλακάκι πάντα, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα. Έτσι δεν βλέπω πια την
κατακόκκινη καρδιά, όσο κι αν αυτή ακόμα μου νεύει πίσω απ’ την πλάτη μου.

 *

Έκαστος εφ’ ω Ετάχθη

Τα βλέπω απ’ το παράθυρο στην κερασιά απάνω, πετάνε από κλαδί σε κλαδί,
ανταγωνίζονται ποιο θα φτάσει ψηλότερα, ποιο θα φάει τους περισσότερους
καρπούς. Τσιμπιούνται, αρπάζονται για το ίδιο κεράσι και μετά το παρατάνε και
πάνε σ’ άλλο. Κι ας είναι μισοφαγωμένο. Δεν τους νοιάζει. Το τσιμπάνε κι αυτό.
Δε χορταίνουν ποτέ.

            Όταν βρέχει κουρνιάζουν
κάτω απ’ το παράθυρό μου. Η βροχή πέφτει στο τζάμι λες και με φτύνουν, επειδή
εγώ δεν κρυώνω, δεν βρέχομαι, δεν πεινάω. Αλλά δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να
μάθουν.

Μια φορά μου ‘ πε ένα: «Δε θες να βγεις έξω γατούλα, να σκαρφαλώσεις
κι εσύ εκεί ψηλά;»

            «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη»,
είπα.

Κι ένα άλλο: «Όταν το πατζούρι σου κλείνει, τι βλέπεις;»

             «Κάθε φορά που πέφτει το πατζούρι, κι εσείς
πετάτε ολόγυρα με μουσκεμένα φτερά, εγώ βλέπω πράγματα στο διάφανο σκοτάδι,
ακούω τα όνειρα της κυράς και του κυρίου μου, που κροταλίζουν σαν το χαλάζι στο
πατζούρι, ενώ σερνόμαστε όλοι στο σκοτάδι μ’ αλυσίδες φτιαγμένες με κουκούτσια
και μαδημένα φτερά, και πρέπει να γλύψω με τη γλώσσα μου τις χαρακιές στο
πάτωμα και να σκουπίσω με τις πατουσίτσες μου τα δάκρυά τους και τη βροχή που
μπαίνει απ’ τις χαραμάδες. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη».