Συνέβη ξανά πριν δύο χρόνια με ταινία που φιγούραρε ως «ταινία της χρονιάς». Έγραψα τότε μεταξύ άλλων: «Σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από άρθρα, αρθράκια, κριτικές επί κριτικών, αποθεώνοντας σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα την απολυταρχία του σχετικισμού, η κριτική μας ικανότητα μοιάζει να εξασθενεί». Το ίδιο αισθάνομαι ότι συνέβη με την νέα ταινία των Τοντ Φίλιπς και Σκοτ Σίλβερ. 

Ο ταινία Joker προβάλλεται από τις αρχές Οκτωβρίου στις κινηματογραφικές αίθουσες, προκαλώντας ανάμικτα συναισθήματα σε κοινό και κριτικούς. Βασισμένη σε χαρακτήρες της DC Comics, με αναγωγές σε παραγωγές και graphic novels του παρελθόντος, έχει όλα τα στοιχεία για να εγείρει εντυπώσεις. Και τα καταφέρνει. Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει ανοιχτό: τί είδους σινεμά παράγει η εποχή μας και τελικά τί κοινό θέλει να διαμορφώσει;

Η βαθιά διαταραχή του Άρθουρ Φλέκ (Χοακίν Φίνιξ) επιτείνει την κοινωνική του απομόνωση. Με ρούχα παλιάτσου και μπογιατισμένο πρόσωπο προσπαθεί να κερδίσει μεροκάματο στους δρόμους μιας διαλυμένης μητρόπολης. Μόνο που ο Άρθουρ δεν υπήρξε ούτε αποτυχημένος, ούτε κωμικός. Υπήρξε διαταραγμένος.

Η βιομηχανία του θεάματος γνωρίζει καλά με ποιους τρόπους ερεθίζεται το μάτι, το αυτί και ο εγκέφαλος του θεατή. Ιδίως σε ένα κοινό που κυριολεκτικά «τα έχει δει όλα», η Warner Bros. κάνει τα αδύνατα δυνατά για να σαρώσει με εικόνα και ήχο τα αισθητήρια. Να καρφώσει το δημιούργημα στον εγκέφαλο του θεατή και εκείνος να το σέρνει μαζί του καιρό. Έτσι στήνονται τα «κινηματογραφικά εμβλήματα», έτσι δημιουργούνται οι «κινηματογραφικές περσόνες». 

Σεναριογράφοι, σκηνοθέτες και παραγωγοί γνωρίζουν ότι η μάσκα είναι μοτίβο αναγνωρίσιμο και συσχετισμένο με σειρά διαταραχών, τουλάχιστον όπως θέλησε η έβδομη τέχνη να πλασάρει. Γνωρίζουν ότι η φυσιογνωμία του κλόουν είναι χαρακτηριστική της αρρώστιας και της υπερβολής. Είδαμε δεκάδες φορές στο παρελθόν να κρύβονται πίσω από κινηματογραφικές μάσκες βιαστές, δολοφόνοι, κακούργοι κάθε είδους. Καμία σεναριακή πρωτοτυπία, η συνταγή όμως πασίγνωστη και όλως περιέργως πετυχαίνει ακόμα.

Η αέναη πάλη φτωχών και πλουσίων. Από τη μία η εξουσία, από την άλλη ο αντιεξουσιατικός αντίποδας. Διαλυμένες ζωές, υπόκοσμος, άθλιες πολιτικές, αναγνωρίσιμες μανιέρες επίδοξων πολιτικών ανδρών, τηλεπερσόνες και κοινωνία του θεάματος, χάπια, παραισθήσεις και βία. Μόνο που συχνά αγνοούμε ότι είναι βία η αναπαράσταση της βίας, κτηνωδία η αναπαράσταση της κτηνωδίας. 

Μία ακόμη αδικαιολόγητα σκληρή ταινία. Τί κι αν η Αμερική επιχειρεί άλλη μία αυτολογοκρισία; Τί κι αν το αμερικανικό όνειρο γίνεται κομμάτια; Η κρίση του σινεμά της εποχής μας διαφαίνεται από την ανάγκη των θεατών να παραμερίσουν τα δομικά συστατικά ενός δημιουργήματος, εστιάζοντας κυρίως στην ερμηνευτική ικανότητα του ήρωα.