ΦΩΣ ΕΞΟΔΟΥ


Θεόρατη
ήσουν.

Πώς
είχες χωρέσει όλη μέσα μου;

Μόνο
όταν σε έφτυσα σε είδα.

Εσύ

που
κέρδισες τον θάνατο

και
τον φυλάκισες στα μάτια σου

για
να ξορκίζεις του κόσμου τη ντροπή

που
με το γέλιο σου έκανες

το
στέρφο το αίμα μου ν’ ανθίζει

πώς
άφησες να γλιστρήσουν απ’ τα σπλάχνα
σου

τα
χέρια μου.

Κι
εγώ

που
τα κόκαλά σου λάτρεψα

πώς
θρύψαλα έκανα* τα κόκαλά σου

πάνω
που άρχισαν να λάμπουν

πώς
θέρισα με μια χεριά

τα
φύλλα από τον σβέρκο μας.

Λοιπόν

ένα
ποίημα είμαι, που γράφεται μονάχο του

αρπάζει
φωτιά όταν τελειώνει

και
μιλά μέσα απ’ τις στάχτες του

κι
ούτε θα μάθω ποτέ αν

το
θαύμα άξιζε τον πόνο.

[Πώς
το φως σου ξεφλούδισα

απ’
το δέρμα μου.

Τώρα
κόκκινος

γυαλιστερός

τρεμάμενος

πορεύομαι]

*όπως
κρατούσα εκείνο το βράδυ

στο
χέρι ένα σπουργίτι και σου έλεγα

σου
μοιάζει δες τι όμορφο που είναι

μέχρι
που στα δάχτυλά μου έτριξε.