Με δικό της νήμα

Οι ώμοι της
τινάχτηκαν στο άνοιγμα της πόρτας. Τα είχε άραγε καταφέρει; Εδώ ήταν ασφαλείς;
Στο τηλέφωνο την είχαν διαβεβαιώσει γι’ αυτό. 

Οκτώ μικροί
πρασινόγκριζοι ρόμβοι σαν πέταλα άνθους στολισμένοι με λαδί τετράγωνη μπορντούρα.
Το μοτίβο επαναλαμβανόταν σε παράλληλες σειρές από φαρδιά πλακάκια που κάλυπταν
απ’ άκρη σ’ άκρη το πάτωμα του δωματίου. Τα μετρούσε ξανά και ξανά προσπαθώντας
να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο χωρίς να τα καταφέρνει. Το πρωινό φως που
έπεφτε απ’ το παράθυρο αποκάλυπτε ρωγμές και σπασίματα. Έξι σειρές χώριζαν το
κρεβάτι από το τραπεζάκι κάτω απ’ το παράθυρο, με μοναδικό στολίδι του ένα
μικρό γυάλινο βάζο με λευκά χρυσάνθεμα. Τρεις μόλις σειρές στ’ αριστερά της βρισκόταν
η κούνια. Έτσι όπως καθόταν σκυφτή στο κρεβάτι παρατήρησε το δεξί της χέρι να
τρέμει ελαφρά. Το σακίδιό της με τ’ απολύτως απαραίτητα, απείραχτο ακόμα,
βρισκόταν ακουμπισμένο στο μικρό κομοδίνο. Απέναντί της ένας καθρέφτης οβάλ με
ξύλινη κορνίζα. Τον προσπέρασε χωρίς να κοιτάξει όταν μπήκε στο δωμάτιο, μήπως
και χάσει το λιγοστό της κουράγιο. Σηκώθηκε κι έσκυψε πάνω απ’ την κούνια. Το
μωρό ευτυχώς ακόμα κοιμόταν.

Το προηγούμενο βράδυ
την είχε ξυπνήσει πάλι το επίμονο κλάμα του. ΄Εκανε να σηκωθεί μα σα βαρίδι
έπεφτε ξανά στο κρεβάτι. Ο βραδινός καβγάς την είχε καταβάλει. Τον εκνεύριζε
λέει που την έβλεπε σκεφτική και αφηρημένη όσο εκείνος μιλούσε την ώρα του
φαγητού. «Τι σκατά σκέφτεσαι όταν σου μιλάω; Γιατί δεν απαντάς;» Ήθελε να
ορίζει ως και τη σκέψη της μα δεν τα κατάφερνε κι αυτό τον εξόργιζε. Το κλάμα
του μωρού δυνάμωσε. Τα χέρια της ξύλα.

«Τι θα γίνει; Δεν τ’
ακούς που κλαίει; Μη σηκωθώ απάνω…» Φοβήθηκε. Δεν άντεχε πάλι  τα ίδια. Φωνές, απειλές. Κι ύστερα τα
σημάδια. Ασυναίσθητα κατέβασε τα μανίκια του νυχτικού ως κάτω. Της είχε γίνει
συνήθεια ακόμα κι όταν ήταν μόνη να σκεπάζει τα σημάδια στα χέρια. Ντρεπόταν γι’
αυτά. Μάζεψε τις δυνάμεις της και σύρθηκε ως την κούνια. Προσπάθησε να ησυχάσει
το μωρό κουνώντας την ελαφρά. Εκείνο όμως έσκουζε με στόμα ορθάνοιχτο,  απαιτητικό. 
Έπρεπε με κάποιο τρόπο να το κάνει να σωπάσει.

Χωρίς δεύτερη σκέψη
έσκυψε πάνω απ’ την κούνια και τράβηξε τα σκεπάσματα. Το άρπαξε με τα δυο
της  χέρια  και το σήκωσε ψηλά ταρακουνώντας το με όση
δύναμη είχε για να πάψει. Απ’ το ξαφνικό τράνταγμα που του ’κοβε την ανάσα, το
μωρό σώπασε. Η απότομη σιωπή του την τρόμαξε. Τα χέρια της λύγισαν. Τι είχε
κάνει; Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της να δει
αν ανασαίνει. Το φίλησε, το ’βαλε στην αγκαλιά της κι άρχισε να το θηλάζει. Το
κλάμα της βουβό. Κατάπινε το αναφιλητό της, μην την καταλάβει εκείνος και
ξυπνήσει. Πώς ν’ αλαφρώσει το βάρος της ψυχής της; Τότε, εκεί γύρω στα
μεσάνυχτα, το αποφάσισε. Ήξερε πως την επόμενη μέρα εκείνος θ’ αργούσε να
γυρίσει απ’ την οικοδομή. Τον τελευταίο καιρό δούλευε υπερωρίες γιατί ο
εργολάβος βιαζόταν να παραδώσει. Με τα χρήματα που είχε μαζέψει απ’ όταν
δούλευε στη βιοτεχνία, πριν μείνει έγκυος, θα ’φευγε στα κλεφτά, χωρίς να
ειδοποιήσει κανένα. Θα ετοίμαζε το παιδί και θα ’παιρναν το πρώτο λεωφορείο που
περνούσε  για Αθήνα.  

Έφερνε τώρα στο νου
της την εικόνα του, θηρίο ανήμερο να την ψάχνει στα τηλέφωνα και στη γειτονιά
αναστατώνοντας τους πάντες. Δεν την ένοιαζε πια. Δεν θα υποχωρούσε σε λόγια
συγχώρεσης και υποσχέσεις, όπως τόσες φορές πριν. Ήξερε πως η ανακωχή ήταν πάντα
θέμα λίγων ωρών μέχρι την επόμενη ελάχιστη αφορμή που θα πυροδοτούσε τη νέα
έκρηξη. Πότε τα λιγοστά μεροκάματα, πότε η ανέχεια, πότε το φαγητό, πότε το
κλάμα του μωρού, τα πάντα μπορούσαν να γίνουν αιτία για να ξεσπάσει. Είχε
κουραστεί να μετρά τις κινήσεις της, τα βήματα, τις κουβέντες, ως και την ανάσα
της. Ήθελε να βρει κανονικό ρυθμό ο χτύπος της καρδιάς της. Ήθελε να μην
κρύβεται πίσω από πόρτες κλειστές, να μην προσπαθεί να περνά απαρατήρητη,
σχεδόν αόρατη, να μην ψιθυρίζει. Ήθελε να ζήσει χωρίς να υπομένει.   

Η κοινωνική
λειτουργός μπήκε στο δωμάτιο, κάθισε δίπλα της και την καθησύχασε. Κανείς δεν
τους είχε αναζητήσει. Ο ξενώνας θα τους φιλοξενούσε για όσο χρειαζόταν. Μέχρι
να καταφέρει να ξεμπερδέψει το κουβάρι της ζωής της,  για να την υφάνει ξανά απ’ την αρχή. Κι αυτή
τη φορά με δικό της νήμα.