στα βιβλιοπωλεία σε λίγες μέρες


II

πριν.
Όλα αυτά σχεδόν συνέβησαν. Κι εκείνη
στεκόταν ακόμη απέναντι. Σε απόσταση.
Και είναι δύσκολο έτσι να δεις· μες στην
απόσταση. Διπλασιάζεσαι. Τα μάτια σου
καθρέφτες. Θυμήθηκα τότε εκείνη την
κουβέντα σου πως· καλύτερος τρόπος για
να καταστρέψεις μια ζωή δεν υπάρχει από
το να την κάνεις δύο. Μία εδώ και μία
εκεί. Την ίδια. Δύο.
Mου
πήρε καιρό να καταλάβω πως έκανες λάθος
στους υπολογισμούς. Να την καταδικάσεις
αφού σπάσει. Αυτό είναι τρομερότερο. Να
μην διανύσεις το ενδιάμεσο. Συμφώνησα
και γω. Γι αυτό του φώναξα: είμαι η Ξένου
που θυμάσαι. Και η Ειρήνη που θα γνωρίσεις.
Που θα γνωρίσεις, με ακούς; Όμως ήταν
τόσος κόσμος ανάμεσα που δεν άκουγα
τίποτα. Άνθρωποι αμέτρητοι, διάφοροι.
Κάποιοι που περπατούσαν επιτηδευμένα
ανίδρωτοι, όπως ήθελαν. Και άλλοι, πολλοί,
που τους τραβούσανε στραγγαλιστές απ’
τα μαλλιά τα στόματα από παντού και
σέρνονταν.
Καθαρίστριες
άνδρες γυναίκες, οδηγοί ταξί και
λεωφορείων, εργάτες υπάλληλοι γραφείων,
δάσκαλοι ντελιβεράδες κι άνεργοι και
φοιτητές, πολλοί. Πολλοί. Νεκροί ή
ζωντανοί, και τέλος πάντων νεκροζώντανοι.
Κι
εγώ. Εγώ ήθελα με τη φόρα που έχει ένα
κλουβί όταν σπάει ν’ ακούσω τ’ όνομα της
το οποίο συνέχεια μου διέφευγε. Σου είπα
καθόλου συμπτωματικά. Τότε σκαρφίστηκα
ένα κόλπο. Εκείνοι κάτω είναι οι φίλοι
σου, φώναξα μ’ όλη μου τη δύναμη. Έχουν
στα χέρια τους τις σημασίες των πραγμάτων.
Κι αυτό το άκουσε. Μάθε να ξεχωρίζεις
τους φίλους σου. Καθένας κι ένα γράμμα
μου. Όλοι μαζί το όνομα μου. Ειρήνη Ξένου.
Και μη φοβάσαι. Σχημάτισε τους όπως θες.
Πάντα θα βγαίνει τ’ όνομά μου. Κι έτσι
έκανα, έτσι προσπαθώ να. Παραλείπω πολλά,
το ξέρεις. Κι ακόμη περισσότερο, σίγουρα
όλα αυτά σου φαίνονται αλλόκοτα. Σαν
τις γνωστές παλιές μου παραισθήσεις.
Καμιά φορά, θα δεις, γίνονται τα γεγονότα
που φέρνουμε στον κόσμο. Μη γελάς. Θα
δεις. Τότε γιατί κάθομαι δίπλα του
συνέχεια. Μόνο να είμαι σίγουρη ότι
άκουσες πώς με λένε. Κι έπειτα, μαζί. Σαν
γεγονότα. Σε όσα γίνονται. Μ’ αυτά τα
λίγα που σου γράφουμε. Μαζί

τσαλακωμένοι

τα
κυνικά μάτια ενός φοιτητή που

                                           
δεν
έχει να ελπίζει

δυο
πεταμένα βιογραφικά στην τσάντα

                                           
με
αναλυτική διατίμηση προϊόντων

ένα
σκοτάδι σκίσιμο στο μάγουλο του

                                            άνεργου

το
συσσίτιο που φέραν για τους γέρους και
το γαμήσι που δεν πρέπει ν’ ακουστεί στο

                                                                                                                 διπλανό
δωμάτιο

στο
δρόμο

η
έγκυος που μόλις απολύθηκε

σ’
ένα μικρό κάδο λερωμένο από τσιγάρα και
καφέδες

                                            
τσαλακώνει
και πετάει την κοιλιά της

σαν
να ‘ναι μία προκήρυξη που καθόλου -ακόμη-

δεν
τους ενδιαφέρει

με
τη συνείδηση του κινδύνου / την ισορροπία
των τριγμών / τα αινίγματα του προορισμού
/ παίζουμε μια δυνατότητα στα δάχτυλα
μας / κι άλλο τίποτα δεν μένει απ’ το
παιχνίδι / τίποτα πέρα από αυτή τη
δυνατότητα /
είστε
ξύλινα κορμιά στον αέρα

μάς φωνάζει ο Πόπα

/
είστε ξύλινα κορμιά στον αέρα επαναλαμβάνουν
οι παλιοί μας ήρωες / είμαστε, είμαστε
απαντάμε / αυτό θέλουμε / κάτι να είμαστε
/ μες στου κινδύνου τους τριγμούς / στων
αινιγμάτων τη συνείδηση να είμαστε η
μόνη ίσως δυνατότητα ελάτε