Το πρώτο ποιητικό βιβλίο της Ζακλίν Πολενάκη

3.

Καίγεται η Σμύρνη και ο καπνός φτάνει στην κουζίνα μου
Πάνω στο φαγητό μου βλέπω τους ανθρώπους
να πέφτουν στο νερό
Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει τρέχω κι εγω να σωθώ
Όμως πώς να σωθώ,
είμαι μια γυναίκα με δυο παιδιά τα μικρά ουρλιάζουνε
Το κεφάλι μου φεύγει
Εκτοξεύεται πάνω από τη θάλασσα
Τα παιδιά μου είναι μπροστά και δεν βλέπουν πια τίποτα
Γιατί είναι Άνοιξη του 2007 και τριγυρίζουν στην Αθήνα
Υποχρεωμένα σε μια λύπη που δεν καταλαβαίνουν
Και μάρτυρες σ’ έναν θάνατο που δεν έχουν δει ποτέ.

Συνεχίζουν να υπάρχουν χωρίς να ξέρουν
Πως το χέρι τους γράφει μια παράλληλη ιστορία
Σ’ έναν τόπο άγνωστο
Με φωνές σε μια γλώσσα που δεν είναι δική τους

 ***

 1.

Τρώω τα απομεινάρια του σύμπαντος
φτυμένα πιάτα
γεμάτα σκατά
είναι καθημερινά στο τραπέζι μου
τα παίρνω λέω ευχαριστώ
πώς αλλιώς να ξεπληρώσω
το χρέος
να υπάρχω.

Ποιος τολμάει να μεγαλώσει λοιπόν
Ποιος τολμάει να αναλάβει την ευθύνη
Ποιος είναι τόσο τολμηρός ώστε
Να βάλει τα πόδια του
Το ένα μπροστά από το άλλο
Και ν’ αρχίσει να περπατάει
Να φύγει από τον ρημαγμένο τόπο

Είμαι αυτό που ήθελα να γίνω
Χαμένο όνειρο
Κανείς δεν το αναζητά.

Το πορσελάνινο σερβίτσιο της γιαγιάς μου
Είναι μια πόρτα στο παρελθόν
Που κανείς δεν θέλει να διαβεί
Ούτε και να τη διαβάσει
Έτσι μένω εδώ
Κρατώντας στα χέρια μου αυτό το
Φλιτζάνι
Μην τολμώντας να το ακουμπήσω στα χείλη
Γιατί ποταμούς αίματος έχω δει και
Δεν μπορώ να κρύψω τα χέρια μου
Που γλιστράνε από το αίμα
Ντρέπομαι να σου δείξω πόσο
Κομματιασμένη είμαι

Ντρέπομαι να σου πω πως
Έχω δει τους δολοφόνους
Στον καθρέφτη του μπάνιου.