Αφορμή για το ακόλουθο γραπτό υπήρξε η πρόσφατη καλαίσθητη, συμπληρωμένη και αναθεωρημένη έκδοση του συνόλου του ποιητικού έργου του Γιώργη Παυλόπουλου από τις εκδόσεις Κίχλη. Τα ποιήματα εκτείνονται χρονικά από το 1943 ως το 2008. Το επίμετρο και οι σημειώσεις του καθηγητή κου Γιάννη Ξούρια διευκρινιστικές και απαραίτητες.

Στο δια ταύτα τώρα για να μην μακρηγορώ, ξαναδιαβάζοντας τον Παυλόπουλο μετά από χρόνια και αφαιρώντας εντελώς το κριτήριο ή το ζήτημα του αν είναι «ελάσσων» ή όχι, επιχείρησα να δω τι κομίζει στην τέχνη ο Παυλόπουλος. Ανιχνεύοντας το θέμα του θανάτου κατά κύριο λόγο στο έργο του είδα ότι υπάρχει ένα σκεπτικό που ακολουθεί ο ποιητής από συλλογή σε συλλογή, δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσο γίνεται συνειδητά, όμως η πρόταση που επέλεξα ως τίτλο του παρόντος κειμένου είναι δηλωτική ίσως της πρόθεσης του ποιητή να δει τον Νεκρό ως Πρόσωπο και να συνομιλήσει μαζί του χωρίς προσωπείο. Βοηθητικό σε αυτό ρόλο έχουν τόσο το φως, η παρουσία και η απουσία του, όσο και το σώμα και το χρώμα στις διάφορες μεταμορφώσεις τους.

Από το ποίημα «Το άγνωστο σώμα» σελ.25:

«Τρέχει το αίμα στάζει στη γη

χωρίς να υπάρχει το σώμα

το σώμα δε βρέθηκε

κι όμως το βλέπεις

ο Νεκρός είν’ εκεί

θερισμένος»

Λίγο πιο κάτω σελ.29 ο Νεκρός θα πάρει το πρόσωπο του ποιητή και θα μιλήσει σε α΄ ενικό πρόσωπο.

«Ελπίζω τα κόκαλά μου ν’ ανθίσουν

τον Απρίλη με τις πασχαλιές».

Ώσπου έρχεται ολόκληρο ποίημα για τον Νεκρό με διακριτά όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία. Εδώ ξανά σε γ΄ ενικό (ορατός ο διάλογος λοιπόν) ο Νεκρός έχει αόριστο πρόσωπο περνάει πότε στο φως και πότε στο σκοτάδι.(σελ.48)

Πριν περάσω στη δεύτερη συλλογή ας κάνουμε μια τυχαία ανατροπή για να δούμε σαφέστερα την παραπάνω νοηματική και όχι μόνο αρχιτεκτονική του ποιητικού λόγου.

Γυρίζω πίσω στη σελ.39 στο ποίημα «Απόσταγμα».

«Τούτο το απόσταγμα μιας χαραυγής

ήταν ζωή ολόκληρη

ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως».

Και πάω και μπροστά στη σελ.56-57 στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής «Το κατώγι» αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη, μνήμη Μακρυγιάννη.

«Έτσι με πήρανε τα κλάματα καθώς ξημέρωνε

και βγήκα κι ακούμπησα στον τοίχο του περιβολιού.

Γύρω μου κανείς. Μήτε ο Ποιητής μήτε το άσπρο άλογο.

Χάραζε η μέρα σκοτεινή. Μονάχα πίσω από τα κυπαρίσσια

το φως ενός σπαθιού κρεμόταν στον αγέρα».

Περνώντας στη 2η συλλογή με τον τίτλο «Το σακί» και το ομώνυμο ποίημα στη  σελίδα 69 η έννοια του χώρου αποκτά ζωτική σημασία. Ο χώρος ως μνήμη ιστορική και ο χώρος ιδωμένος ως καταφύγιο κατά την οπτική του Καρυωτάκη, ωστόσο η διαφορετικότητα του Παυλόπουλου είναι ότι αυτό περνάει από το σώμα. Το σακί χρησιμοποιείται για να μεταφέρουμε συνήθως στην πλάτη διάφορα αντικείμενα. Άρα, κατά μια έννοια ό, τι μεταφέρεται, το σακί το θυμάται. Στο σημείο αυτό θα επιχειρήσω ξανά ένα άλμα πηγαίνοντας στη σελίδα 96 για να δω τον Νεκρό να ταυτίζεται σε ένα βαθμό με τον ποιητή (αλλού είναι φανερότερο) και ταυτόχρονα να υπάρχει αυτού του είδους η σωματική επαφή της ανάμνησης.

Δηλωτικοί οι στίχοι:

«Κι ολοένα θυμάται

χαμογελώντας

τη θερισμένη του ζωή

σάμπως να ήταν τάχα

η ρίζα ενός φιλιού

στα χείλια όλου του κόσμου

που την ποτίζει ακόμη

με τα μάτια του

τ’ ανύπαρχτα».

Επιστρέφω στη λογική σειρά των ποιημάτων για να δω τον Νεκρό ως Μάνα στη σελίδα 66 και 67 σε δυο διαφορετικές εκδοχές της Μάνας. Στο ποίημα «Φαντάροι μ.Χ.» η Μάνα ουρλιάζει πίσω από τα σύρματα. Σημειώνω εδώ σε ολόκληρο το ποίημα τις ομοιότητες ή ακριβέστερα την επιρροή από το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδερφού». Στο ποίημα «Η πέτρα» η Μάνα ουρλιάζει ξανά, αυτή τη φορά όμως η αιτία είναι διαφορετική.

Η σελίδα 68 και το ποίημα «Παιδικό σχέδιο» αποκαλύπτουν εναργέστερα την σημασία που δίνει ο Παυλόπουλος στην έννοια του χώρου.

«Χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία

χιονίζει σ’ όλη τη γη».

Ας δούμε όλα τα παραπάνω στοιχεία σε 2 ακόμα ποιήματα ένα δηλωτικό της έννοιας του σώματος και πώς αυτό επενεργεί στον χώρο ή τη μνήμη. Το δεύτερο δηλωτικό του χρώματος και πώς αυτό λειτουργεί προκειμένου να υπηρετήσει την τεχνική του ποιητή.

ΜΟΥ ΚΑΨΑΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Μου κάψανε τα χέρια. Κι όμως

έρχεται κάποτε η στιγμή.

Ξέρεις, εκείνη που σε κράτησα.

Έλεγες, ναι, θα μπορέσω

και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα

σαν το πουλί μέσα στον ήλιο.

Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι.

Μικρό σχόλιο για το δεύτερο ποίημα σχετικά με τη λειτουργία του χρώματος. Το ποίημα «Το Μαύρο» κατά την άποψή μου είναι δηλωτικό για το σύνολο της ποίησης του Παυλόπουλου κι ένα από τα πιο σημαντικά στο έργο του.

«Άσπρο φωτεινό – Μαύρο. Κόκκινο φωτεινό – Μαύρο.

Κάποτε σε αφήνουν – Μαύρο. Κάποτε σε σκοτώνουν

– Μαύρο.

Η μνήμη του όλη μέσα σ’ αυτό. Το Μαύρο».

Κλείνοντας με λίγους στίχους από το «Λησμονημένο απόγιομα» δεν ξέρω αν αλλάζει η θέαση του νεκρού ως προς το «Κατώγι» ή αν εδώ συμπληρώνεται κάπως το νόημα, το βέβαιο είναι ότι η πρόσθεση της μνήμης άλλοτε και γυναίκας πλέκει διάφορες υποθέσεις.

«Τα δικά μου τα δικά σας

τα πατήματα των πεθαμένων

που ποτέ δεν ακούσαμε.

Η καρέκλα στο μπαλκόνι. Ο ίσκιος.

Η γυναίκα έχει φύγει απ’ τον καθρέφτη».

Η επόμενη συλλογή με τον τίτλο «Τα αντικλείδια» θεωρώ ότι αρχίζει πάνω στη βάση στην οποία τελειώνει η προηγούμενη και συγκεκριμένα στην καθοριστική παρουσία της Γυναίκας. Κατά τη γνώμη μου υπάρχει και εδώ νοηματικός και δομικός μετασχηματισμός δηλ. η θέαση της Γυναίκας ως Νεκρού ή και το αντίστροφο και όλο αυτό ιδωμένο για πρώτη φορά καθ’ ολοκληρία σε συλλογή του Παυλόπουλου υπό το άγρυπνο βλέμμα του έρωτα. Ένα επιπλέον άξιο αναφοράς για την συγκεκριμένη πάντα συλλογή είναι ότι εδώ θα βρούμε και ποιήματα ποιητικής, φυσιολογικό και αναμενόμενο καθώς ο ποιητής βρίσκει τον λεξικό εξοπλισμό του ολοένα και περισσότερο ώστε να υπηρετήσει καθαρότερα την τέχνη του. (ποιήματα σελ.111 «Ο ποιητής και το φεγγάρι», σελ.122 «Το δωμάτιο η γυναίκα και το ποίημα», σελ.134 «Το ποίημα», σελ.136 «Τα αντικλείδια» το οποίο αν δεν κάνω λάθος διδασκόταν ή διδάσκεται ακόμα στο μάθημα της Νεοελ.Λογοτεχνίας του Γεν.Λυκείου.

Να σημειωθεί επίσης η θέαση του Νεκρού ως Νεκροί δηλ. η μετάβαση από το «εγώ» στο «εμείς» σελ.129 το ποίημα «Μου είπαν οι νεκροί».

Και πάμε σε αυτό που σημείωσα στην αρχή και με ενδιαφέρει περισσότερο πώς χρησιμοποιεί κάθε φορά ο ποιητής το φως, το σώμα και το χρώμα προκειμένου κατά τη γνώμη μου πάντοτε να συμβαδίσει η σκέψη μας με όλα όσα αναφέρθηκαν.

Η λειτουργία του φωτός στο ποίημα «Καταγραφή ονείρου»

«Πρόσεχα λ.χ. το φωτισμό, τους ίσκιους πάνω στα άνθη,

το μαύρο ακίνητο νερό της στέρνας ή το πρόσωπο

του νεκρού που επαράσταινε το θάνατο του, εκφράζοντας

κατά βάθος ένα και μόνο, το δικό μου πρόσωπο».

Να σημειωθεί επίσης πως συνειδητά ή ασυνείδητα ο Παυλόπουλος αποφεύγει τον ήχο, τον οποιοδήποτε ήχο που θα μπορούσε να συνοδέψει φώς ή σκοτάδι, αφή και χρώματα και δείχνει να προτιμά την παύση και τη σιωπή.

Η λειτουργία του σώματος στο ποίημα «Το άγαλμα και ο τεχνίτης»

«Ερχόταν πίσω της αθόρυβα

της άρπαζε τη μέση και το στήθος

και μαγκώνοντας τα λαγόνια της

με το ένα του πόδι

έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα

στο πλάι του εξαίσιου μηρού της».

Και τέλος η λειτουργία του χρώματος στο ποίημα «Το κουτί»

«Κι ακόμη το κομπολόι του Ποιητή – ενενήντα εννέα χάντρες

πέντε κοράλλια και μια γαλάζια φούντα…»

Αν κάποιος θα ήθελε να είναι αντικειμενικός στη κρίση του για τον Παυλόπουλο θα σημείωνε ότι ο δημιουργός έχει και αδύναμες στιγμές κυρίως στη συλλογή «33 Χάικου» τονίζοντας κυρίως ότι η αφαίρεση δεν είναι πάντοτε τόσο δυνατή και επιτυχημένη. Όμως στα θετικά της συλλογής θέτω τη χρήση των ζώων. Παραδόξως είναι ένας μη αναμενόμενος Παυλόπουλος στα «33 Χάικου» με ό, τι μπορεί να σημαίνει αυτό και το λέω με την έννοια πως σου δίνει την αίσθηση ότι επιζητά ένα διάλειμμα μέχρι να επανέλθει.

Ξεχωρίζω δυο σύντομα και πετυχημένα κατά τη γνώμη μου, το πρώτο:

«Πέθαινα λέει

και πάνω στο σώμα μου

έφεγγε η αυγή».

Συνδυάζει αρκετά από τα χαρακτηριστικά που έχουν ήδη αναφερθεί

και το επόμενο:

«Όλοι χωράμε

οι ζωντανοί και οι νεκροί

σ’ ένα ποίημα».

Φτάνουμε στη συλλογή «Λίγος άμμος» όπου εδώ ο Παυλόπουλος είναι σαφώς ερωτικός ως προς το θέμα, τα μέσα και την έκφρασή του, με σημείο αναφοράς πάντα την σχέση ή τον τρόπο που βλέπει τον Νεκρό.

Σημειώνω χωρίς να ξεφεύγουμε από το δικό μας σταθερό σημείο αναφοράς ότι όλα στην ποίηση του Παυλόπουλου περνούν μέσα από το σώμα και το χρώμα. Στο ποίημα «Η Σιωπή» θα πει:

«Μου δίνει τότε τις βελόνες

και τα τρία χρώματα

το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.

Κι αρχίζω να κεντάω

πάνω στο δέρμα της

όλα όσα δε σου είπα

και ποτέ πια δε θα σου πω».

Και στο ποίημα «Το μαρτύριο» :

«…δεν είμαι το σώμα που αγάπησες

αλλά εκείνο που θέλεις να θυμάσαι

κι εκείνο που δεν μπορείς να θυμηθείς

κι εκείνο που νομίζεις πως θυμάσαι».

Να δικαιολογήσω κάπως την άποψη ότι εδώ ο Παυλόπουλος είναι ερωτικός. Καταφεύγω στο ποίημα «Αισθηματικό» και όχι στο προφανές «Της Γύφτισσας». Ο φαντάρος. Ο νεκρός φαντάρος. Ο κινηματογράφος.

«Το έργο ήταν αισθηματικό

κάποτε το ’χε ξαναδεί

μαζί μ’ ένα κορίτσι

πάνε σαράντα χρόνια.

Μια Κυριακή απόγιομα

πέντε μ’ εφτά

πριν φύγει για το μέτωπο».

Σημειώνω τα ακόλουθα ποιήματα για να μην μακρηγορώ «Μην μπαίνετε απόψε στο θέατρο» για τον ρόλο ή καλύτερα την απουσία του φωτός και πώς το σκοτάδι οδηγεί τα πράγματα στο νόημα. «Ο ποιητής και το ποίημα» ως ποίημα ποιητικής που εκπλήσσει ευχάριστα σε μια συλλογή ερωτική κατά βάση. «Το θεώρημα» έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουμε επισημάνει ως τώρα για το φως, το σώμα και το χρώμα και τις ανάλογες αισθήσεις. Σημειώνω επίσης την ιδιαίτερη θέαση του Νεκρού ως Άλλου στο ομώνυμο ποίημα «Ο άλλος» όπου αυτός ο άλλος φωνάζει : «κατέβα άθλιε… παράτα τα που να σε πάρει… σκίσ’ τα επιτέλους τα χαρτιά» και το ποίημα μένει χωρίς τέλος κατ’ ουσίαν. Θα ήθελα να σημειώσω ότι φαινομενικά ή πραγματικά το ηλικιακό μεγάλωμα του ποιητή φέρνει μια χαλαρότητα στον πυκνό λόγο της νιότης. Αυτό θα γίνει εμφανέστερο στην αμέσως επόμενη συλλογή του Παυλόπουλου με τίτλο «Πού είναι τα πουλιά» Παρόλα αυτά σε αρκετά σημεία διατηρεί την αμεσότητα και τη δύναμη της ωριμότητας ο στίχος όπως στο ποίημα « Η λέξη» :

«Τυφλός από χρόνια

πάλευε μ’ ένα μαύρο κάρβουνο

να γράψει μια λέξη

πάνω στο απόλυτο σκοτάδι»…

Να τονίσω επίσης ότι δεν είναι έντονο το αρχαιογνωστικό στοιχείο οπότε προκαλεί ερωτήματα η εμφάνισή του, αναφέρομαι στα ποιήματα «Πάρις και Ελένη» τα οποία έπονται 2 ερωτικών ποιημάτων που θα ταίριαζαν περισσότερο στην προηγούμενη συλλογή. Με την ευκαιρία αυτή να τονίσω πως η ελευθερία αυτή στα θέματα ίσως εξηγεί και τη σχετική χαλάρωση αναφορικά πάντα με τις πρώτες συλλογές όπου τα πάντα είναι ταιριαστά και δυναμικά. Θα αναφερθώ σε ένα σύντομο ποίημα για την ιδιαίτερη δυναμική του με τίτλο «Ο πόλεμος».

«Άξαφνα είδε στον ουρανό

μια μεγάλη μαύρη ακρίδα

να χώνεται γρήγορα

στην καρδιά του ήλιου

κι η Γη σκοτείνιασε».

Στο ποίημα «Μυστική αποστολή» οι νεκροί αντιμετωπίζονται ως νεκροί με την έννοια ότι ο ποιητής από την πλευρά των ζωντανών διαβλέπει ένα προσωπικό χρέος και μια έννοια ευθύνης. Χαρακτηριστικοί οι στίχοι : «Να περπατάμε αμίλητοι, να μη σταθούμε πουθενά ώσπου να παραδώσουμε το μήνυμα». Άξιο λόγου ένα σχόλιο για την ιδιόλεκτο και την ονοματοθεσία των πτηνών στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής «Πού είναι τα πουλιά», η αναφορά στον Φραντς Κάφκα στην «Γκρίζα μπλούζα», η αναφορά στον Αχιλλέα και το αρχαίο κείμενο στο πρωτότυπο εκεί στο ποίημα «Το παράπονο» και τέλος ένα ποίημα ποιητικής με τίτλο «Οι τρεις»

Έρχομαι στην τελευταία συλλογή με τίτλο «Να μην τους ξεχάσω» όπου από την «Ωραία νύχτα» σημειώνω «Κανείς δεν κουράστηκε/ κι ακόμη πηγαίνουμε/ κι ακόμη πηγαίνουμε αγκαλιασμένοι/ μέσα στο σκοτάδι». Η επιλογή των αποσπασμάτων σύμφωνη πάντοτε με το θέμα μας φως, σώμα και χρώμα στην ποίηση του Παυλόπουλου.

Εμφανίζονται και λίγα χάικου για 2η φορά και πάμε να κλείσουμε την εκτενή αυτή αναφορά με ορισμένους στίχους. Στο ομώνυμο ποίημα «Να μην τους ξεχάσω» οι νεκροί απλώνουν τα χέρια ως ικέτες κατά το ομηρικό πρότυπο της ικεσίας και η παράκληση είναι άμεση προς τον ποιητή «Να μην τους ξεχάσω».

Επιγραμματικά πρόκειται για μια ποίηση σε γενικές γραμμές στιβαρή με σαφή αρχιτεκτονική από την αρχή ως το τέλος της γραφής του ο Παυλόπουλος δομεί και δομείται πάνω και από το τρίπτυχο φως, σώμα και χρώμα στην ιδιαίτερη συνομιλία του με τους Νεκρούς είτε μάνα είναι είτε αγαπημένη είτε φίλος είτε μυθοπλασία είτε ευρηματική αναφορά. Το σύνολο της έκδοσης προσεγμένο όπως και το επίμετρο. Από εκεί και πέρα οι όποιες εγγενείς αδυναμίες μάλλον είναι λίγες σε σχέση με την ποιότητα του συνολικού έργου.

Κλείνω με τους στίχους του Γιώργη Παυλόπουλου.

«Όλο και κάτι χάνεται μέσα στη μέρα

όλο και κάτι χάνεται μέσα στο Χρόνο

αλλά το ποίημα δεν χάνεται».