εκδ. Πανοπτικόν




[
Η
κόρη
του
διάκου
]

Ιωσήφ,

καμιά
φορά
θαρρώ
πως
είσαι
ράφτης
στο
επάγγελμα. Πως
δένεις
μαντίλι
στον
λαιμό
της
καλής
σου,
´κείνο
που
υφαίνουνε
στους
αργαλειούς
του
κόσμου
με
δίστιχα
υφάδια
κι
ύστερα
το
κεντάς
στα
φλάμπουρα
του
πρωινού
δίχως χρυσό,
φαρέτρα,
βέλη, δίχως
σμύρνα
και
κύματα,
έρχεσαι
ή
σε
φέρνει, κατηφορίζετε
στην
πόλη
για
καφέ,
όπως
τον
συνηθίζουμε της
λες,
μην
λογαριάζεις
έτσι
τα
μνημόσυνα.


Ο
Ιωσήφ
είναι
χαρταετός
πάνω
απ´
τις
λίμνες
του
ύπνου

Ένα
άσπρο
άλογο
με
ασάλευτο
καλπασμό

Ο
Ιωσήφ
είναι
τρυφερός 

Σαν
τα
οροπέδια
της
αγρύπνιας

Σαν
σκουλαρίκι
στο
αυτί
της
Μαίρης.




[
Εντός
έδρας
]

Συνήθως,
λένε,
οι
νεκροί

Έρχονται
απρόοπτα

Αν
σκάβεις
νύχτα
θάλασσα
με
δάχτυλα

Όταν
μισοξεχνάς
το
όνομά
τους,
Τη
μάρκα
των
τσιγάρων,

Το
χρώμα
των
ματιών
τους

Αν
η
χωρίστρα
ήταν
απ´
την
δεξιά
μεριά,
όταν
μισοξεχνάς
το
σκορ
εκείνου
του
αγώνα

Δόξα
ΔράμαςΛεβαδειακός,
την
γεύση
απ´
το
παστέλι,
το
γυάλινο
μπουκάλι
με
χυμό
ώριμου
βύσσινου – 232ml
γυάλινη
συσκευασία
μιας
χρήσης
και επιστρεφόμενη

Όλες
αυτές
τις
λεπτομέρειες 

Τότε,
λένε,
έρχονται 

Όπως
ο
δολοφόνος
επιστρέφει
στον
τόπο
του
εγκλήματος 

να
πάρει
πίσω
το
μαχαίρι 

Μαζεύουν
τα
σουσάμια
που
τους
έπεσαν
στην
πάλη 

Την
ώρα
δεν
την
ξέρω

Συνήθως,
λένε,
έρχονται
απρόοπτα

όταν
διαβάζεις
γράμματα
σταλμένα
από
καιρό

Χωρίς
φωνές

Χωρίς
νερό

Χωρίς
εσένα.