Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

Γιούρι


Οι
ισχυρισμοί ότι τελείωσαν τα ψέματα ήταν ανύπαρκτοι. Καμιά φορά θαρρείς και
λιγόστευε το οξυγόνο. Και ήταν αλήθεια ότι λιγόστευε ο αέρας αφού το σπίτι του
το είχαν χτίσει ενόσω αυτός βρισκόταν μέσα. Τον είχαν χτίσει μέσα στο ίδιο του
σπίτι. Του υποσχεθήκανε βέβαια ότι  δε θα
του κλείνανε το ηλεκτρικό ρεύμα και έτσι μόνος στο σπίτι θα μπορούσε να ζει σε
μία συνεχόμενη συναισθηματική σκοτεινιά μέχρι να του τελειώσει και το τελευταίο
μόριο ζωτικής αναπνοής.


Αυτός
βέβαια βρήκε μια κάποια λύση στις σωλήνες του νερού, αλλά για να αναπνεύσει έπρεπε να κόψει το νερό και πολλές φορές να λουστεί με τα λήμματα που
έρρεαν από κει. Οι ισχυρισμοί πάλι επανέρχονταν πιο ισχυροί. Δεν ήξερε που αρχίζει
και που τελειώνει ένα ψέμα. Όταν υποσχέθηκε ότι θα ξεχρέωνε το σπίτι και έπειτα
τους δανειστές του μάλλον δε μιλούσε σοβαρά, διότι δεν του περίσσευε ούτε
δεκάρα τσακιστή για να είναι σε θέση να προγραμματίζει τα του μέλλοντος.


Τον
ήξεραν όλοι σαν Γιούρι ο Μηχανικός και ο πολυμήχανος από όλους είχε δανεισ
τεί
κάποια αγύριστα. Ο Γιούρι αρχικά περνιόταν για καλός. Ίσως το μεγάλο ύψος του
και η ρωμαλέα του υπόσταση να ξεγελούσαν τους δανειστές για την τιμιότητα της
κατάστασής του. Όχι, οι ισχυρισμοί ήταν ατέλειωτα ψέματα από έναν αμετανόητο
ψεύτη.


Ύστερα
οι ισχυρισμοί προσωποποιημένοι στην φυσική οντότητα των ανθρώπων εκείνων που
εξαπατήθηκαν ήρθαν και μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι του. Ήταν εκατοντάδες
ισχυρισμοί όλοι με την ίδια έκφραση απέχθειας. Εκείνος έκανε ζάπινγκ αδιάφορα και
διάβαζε την αγαπημένη του εφημερίδα σταυροπόδι. Έξω οι ισχυρισμοί σήκωναν
πλακάτ και διαμαρτύρονταν δημόσια για την αποπληρωμή των δεδουλευμένων. Η
αλήθεια είναι ότι ο Γιούρι ήταν δεινός ψεύτης και κακός εργοδότης. Στηριζόταν
πάντα στην ευσπλαχνία του συνομιλητή του. Έτσι, απέσπασε χιλιάδες δεκάρες με
τις οποίες φυτοζωούσε.

Έξω
οι ισχυρισμοί τράνταζαν την ηρεμία του σπιτιού του. Εκείνος αδιάφορος, είχε
κλειδαμπαρωθεί στον εαυτό του. Ύστερα οι ισχυρισμοί ήρθαν και ξεφόρτωσαν σακιά
άμμο και τσιμέντο. Άνοιξαν την εξωτερική βρύση και με το λάστιχο φτιάξανε
τσιμέντο νωπό και φρέσκο. Άλλοι έφεραν τούβλα. Άλλοι σιδερένιες βέργες. Και
άλλοι καλοί στο αλφάδι και στο σχέδιο σχεδίασαν το κλείσιμο των θυρών του
σπιτιού – και της λογικής.


Κι
έτσι μέχρι το ξημέρωμα όλοι οι ισχυρισμοί και οι δανειστές του Γιούρι τον
έχτισαν ζωντανό μέσα στο ίδιο του το σπίτι.


Έκτοτε
ο Γιούρι ακούγεται λίγο ως σπάνια. Καμιά φορά μέσα από τις ταλαντώσεις των
ντουβαριών ακούγεται μια υπόκωφη κραυγή να κράζει και ένα σύρσιμο καρέκλας ή
ένα σκοινί να τεντώνει κάποιο πτώμα. Η απόπειρα αυτοκτονίας για τον αναίσθητο
Γιούρι είναι αδύνατη λόγω της αναίσθητης ιδιοσυγκρασίας του. Ωστόσο, ένα
αυτοσχέδιο εκκρεμές-με τον ίδιο να αιωρείται από το ταβάνι- να μετράει τα λεπτά
του ίσως είναι μια κάποια λύση από το να κάθεται με σταυρωμένα χέρια.


Τώρα,
που ο Γιούρι δε βρίσκει άλλους δανειστές, γυρεύει ακόμα λίγα λεπτά ζωής να
δανειστεί από τον χρόνο του μπας και μπαλώσει τις παλιές οφειλές. Αλλά πού
Γιούρι μου; Τώρα είναι αργά για μετάνοιες. Είσαι χτισμένος ζωντανός. Σα να
τσιμέντωσες κιόλας…


πρώτη δημοσίευση: 5/7/15 – 11:14 π.μ