Ευσταθία Ματζαρίδου

ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ 

Κάποιες
νύχτες σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι και κοιμισμένος, άνοιγε την πόρτα,
κατέβαινε τα σκαλιά και έφερνε μια γύρα στην αυλή, έβγαινε στα σοκάκια
και τα σκυλιά αλυχτούσαν στο πέρασμά του. Αλλά δεν τον ξυπνούσαν. Ώσπου
κουραζόταν και σαν προγραμματισμένο ρομπότ επέστρεφε στη βάση του. Την
άλλη μέρα καταλάβαιναν απ’ τα σκονισμένα παπούτσια του ότι
νυχτοπερπατούσε. Κανέναν δεν ανησυχούσε το κοιμισμένο του
νυχτοπερπάτημα. Αυτός δεν το καταλάβαινε έτσι κι αλλιώς και οι άλλοι
ήταν συνηθισμένοι να ξυπνούν μέσα στη νύχτα, να κατεβαίνουν τα σκαλιά
και να διασχίζουν την αυλή για να πάνε στο υπαίθριο αποχωρητήριο.
Ένας συγγενής τους, πολύ μορφωμένος, διάβασε στην εφημερίδα. Υπνοβάτης
έπεσε σε φρέαρ.
Από τότε κλείδωναν την εξώπορτα και έκρυβαν το κλειδί. Γιατί στη μέση
της αυλής υπήρχε ένα πηγάδι.
Ήρθε ένα πρωί που ήταν άφαντος. Έτρεξαν στο πηγάδι και ήταν στον πάτο
του.
Η μοναδική νύχτα, μετά από μήνες, που ξέχασαν να κλειδώσουν την
εξώπορτα.