Ο ΣΟΛΙΣΤ

Απόλυτη σιωπή στο
ακροατήριο. Οι προσδοκίες ήταν μεγάλες. Ο μουσικός, τριανταπεντάρης με
τριγωνικό μουσάκι, γυαλιά και ανακατεμένα μαλλιά περιμετρικά μιας γυαλιστερής
φαλάκρας, πέρασε στην σκηνή με βήμα εμφατικό και προσεγμένο, πρόσωπο ανέκφραστο
και με το μαύρο, διχαλωτό του σμόκιν να ανεμίζει ελαφρά πίσω του. Φτάνοντας στο
κέντρο, περιέστρεψε το κορμί του προς τον κόσμο με στρατιωτική ακρίβεια κι
έφερε το βιολί του μεταξύ του σαγονιού και του ώμου. Το ακροατήριο παρέμεινε
σιωπηλό, παρακολουθώντας κάθε κίνηση του βιολιστή. Ο μουσικός περιεργάστηκε με
το βλέμμα του πρώτα τους ανθρώπους στα βελούδινα καθίσματα, έπειτα τα
κρυστάλλινα πολύφωτα της οροφής και τέλος τους ιμπρεσιονιστικούς πίνακες στους
τοίχους της αίθουσας. Μετά άφησε το δοξάρι στις χορδές του βιολιού. Απ’ τις
πρώτες νότες, ο χώρος ξεχείλισε από μια συγκινησιακή μελωδία. Ο σολίστας θα
ακολουθούσε μια λυπητερή μουσική κατεύθυνση, με δραματικές κορυφώσεις και
μετριοπαθή περάσματα (όπως έγραψαν αργότερα οι εφημερίδες). Όσο η ώρα κυλούσε,
οι προσδοκίες επιβεβαιώνονταν. Το δοξάρι χόρευε στο βιολί γεννώντας θλίψη,
πόνο, λησμονιά, οδηγώντας προς μια ψυχική κάθαρση. Οι νότες πετούσαν ελεύθερες
και παντοδύναμες στην ψηλοτάβανη αίθουσα, παρασέρνοντας το ακροατήριο σ’ ένα
ταξίδι μαγευτικό. Κάποιοι ενέδωσαν, τα πρόσωπά τους δάκρυσαν. Ο μουσικός
συνέχισε να παίζει, σπάζοντας διακριτικά την μέση του μπρος-πίσω. Η παράσταση
έφτανε στο αποκορύφωμά της. Το βιολί αναμόχλευε συναισθήματα κι αναμνήσεις στο
ίδιο τσουκάλι, όπως μόνο μια αληθινή μουσική εποποιία μπορεί. Μετά το απόγειο
της δημιουργικής του απόδοσης, ο σολίστ κατέβασε τον ρυθμό και έγραψε τον
επίλογο της βραδιάς. Βάσταξε το δοξάρι με το βιολί στο ένα του χέρι, το
χαμήλωσε, κι έμεινε για λίγο ακίνητος μπροστά στο κοινό. Σιωπή. Στη συνέχεια,
έσυρε το ελεύθερο χέρι πίσω απ’ τη μέση του και υποκλίθηκε βαθιά. Το ακροατήριο
τον αποθέωσε ξεσπώντας σε χειροκροτήματα κι αφού πρώτα είχε σηκωθεί σύσσωμο απ’
τα καθίσματα. Στο προσκήνιο εμφανίστηκε ο διευθυντής του ωδείου κι αγκάλιασε
τον μουσικό απ’ τους ώμους. Έπειτα έγνεψε στο ακροατήριο να σταματήσει.
Ευχαρίστησε για τη μαζική προσέλευση κι αναφέρθηκε στο λαμπρό παίξιμο και στον
ατόφιο χαρακτήρα του ανθρώπου που είχε δίπλα του. Μόλις τα διαδικαστικά
τελείωσαν –δεν άρεσαν καθόλου στον μουσικό–, τοποθέτησε το όργανό του στη θήκη
και κατέβηκε στο κοινό. Αντάλλαξε μερικές κουβέντες με το κοινό άλλοτε με
ενθουσιασμό κι άλλοτε με στωικότητα. Εκείνες που δεν μπορούσε να χωνέψει με
τίποτα, ήταν ορισμένες ηλικιωμένες κυρίες οι οποίες συνήθιζαν να ντύνονται και
να βάφονται τόσο έντονα και απελπιστικά γραφικά, που έμοιαζαν με παγώνια. Το
πιο ανυπόφορο όλων, ήταν τα γελοία, βαρυσήμαντα λόγια, που εκστόμιζαν με στόμφο
και σιγουριά μετά το τέλος της παράστασης.

            Όταν ο μουσικός χαιρέτησε και τους τελευταίους, φόρεσε το
μακρύ του παλτό και αποχώρησε. Περπατούσε και σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν που
βιοποριζόταν από τη μουσική. Ωστόσο, κάθε φορά το ακροατήριο του έδινε την
εντύπωση πως ενδιαφερόταν περισσότερο για ανούσιες κολακείες, παρά για αληθινή
τέχνη. Και δυστυχώς η εντύπωση αυτή υπερίσχυε. Την επομένη δεν εμφανίστηκε στο
ωδείο για την προγραμματισμένη του παράσταση. Ούτε κι άπραγος έμεινε. Κατά το
σούρουπο, πήρε το βιολί του και κατέβηκε σε έναν πολυσύχναστο πεζόδρομο.
Δειλά-δειλά, άρχισε να παίζει μερικούς ευχάριστους σκοπούς. Τα πρώτα κέρματα
κατέφθασαν. Σταμάτησε. Έβγαλε ένα χαρτόνι απ’ το εσωτερικό του παλτού του που
έγραφε: «ΔΕΝ ΔΕΧΟΜΑΙ ΧΡΗΜΑΤΑ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» και το τοποθέτησε ακριβώς μπροστά του.
Ένιωσε ντροπιασμένος που ‘χε τολμήσει να ξεχάσει κάτι τόσο σημαντικό, αλλά
γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, ξανάπιασε το βιολί.
Στην αρχή οι περαστικοί τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Οι περισσότεροι τον
προσπερνούσαν κοιτώντας λοξά. Αυτό συνέβη τις πρώτες ημέρες. Καθώς όμως ο
σολίστ επέμενε, κάθε καινούργια παράσταση στον πεζόδρομο προσέλκυε συνεχώς και
μεγαλύτερο κοινό: πρόσωπα χαρούμενα, πρόσωπα ανυπόκριτα, μανάδες με παιδιά,
ολόκληρες οικογένειες, ερωτευμένα ζευγάρια. Και ναι, ο δεξιοτέχνης βιολιστής
ένιωθε αναμφίβολα πιο γεμάτος σε σύγκριση με τις παραστάσεις του ωδείου.
Πάμπολλες φορές, είχε προσέξει τις περίφημες “γριές -παγώνες”
–συνήθως αγκαζέ με τους συζύγους τους– να τον κοιτάζουν από απόσταση. Ακριβώς
οι ίδιες που στο ωδείο δεν πρόφταιναν να εκφράζουν τον θαυμασμό τους προς αυτόν.
Κάθε φορά που γινόταν αυτό, ο βιολιστής τις αγνοούσε και συνέχιζε να παίζει με
ακόμη μεγαλύτερη ζέση. Ζούσε τη νέα του ζωή με πάθος.

            Μετά το πέρας μερικών εβδομάδων, ένα τηλεφώνημα απ’ τον
διευθυντή του ωδείου τάραξε την ησυχία του. Του ζητούσε να επιστρέψει στο ωδείο
για μερικές παραστάσεις. Ο βιολιστής αρνήθηκε αρχικά, αλλά η επιμονή του
διευθυντή τον μετέπεισε. Η πρώτη παράσταση του μουσικού στην επίσημη αίθουσα
του ωδείου, μετά τη φυγή του, είχε φτάσει. Όλα κυλούσαν ομαλά. Η μουσική
πλημμύρισε τις αισθήσεις των ακροατών. Ο σολίστ συντόνιζε, με τις διακριτικές
του κινήσεις, τα αόρατα νήματα της βραδιάς. Τώρα πια σαν μια ανάσα, η παράσταση
είχε φτάσει στο τέλος της. Ακούστηκαν και πάλι ορισμένα εκθειαστικά λόγια απ’
το στόμα του διευθυντή, κι έπειτα είχε έρθει η ώρα που ο σολίστ έπρεπε να…
συνομιλήσει. Κατέβηκε στο κοινό διατηρώντας επιφυλακτική στάση. Δεν πέρασαν
λίγα λεπτά και τραβήχτηκε στον διάδρομο, στο πλάι της αίθουσας, κρατώντας
απόσταση απ’ τον κόσμο. Ψαχούλεψε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του περπατώντας
αργά κατά μήκος του διαδρόμου. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, άρχισε να πετά στην
αρχή, στη μέση και στο τέλος κάθε σειράς καθισμάτων, κέρματα. Αργό περπάτημα,
μικρές παύσεις και δυο-τρία κέρματα κάθε φορά: στην αρχή, στη μέση, στο τέλος.
Ο θαμπός γδούπος των μεταλλικών αντικειμένων στην πορφυρή μοκέτα της αίθουσας
συγχρονιζόταν με τα μικρά, απότομα τινάγματα των “γριών – παγώνων”
προς τα πίσω. Αφού ανεβοκατέβηκε στον διάδρομο αρκετές φορές, εκτελώντας πάντα
το ίδιο έργο, κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Κανείς δεν άρθρωσε ούτε μισή λέξη.
Κοντοστάθηκε μπροστά απ’ τα ανάγλυφα, ξύλινα θυρόφυλλα, στράφηκε προς το
εμβρόντητο κοινό, κι εγκατέλειψε το ωδείο. Είχε αποφασίσει ότι η δικιά του ζωή
ήταν προορισμένη για τον δρόμο.