Ι.   Η αμφίθυμος από/προσ-γείωση της δυστοπίας

Η  «Γλασκώβη» του Θάνου Γώγου, αφού ξεπήδησε από
μια πτήση που δεν αναχώρησε τελικά ποτέ, ξεκίνησε την περιπλάνησή της. Λάρισα,
Λίβα, Καστοριά, Αθήνα, Ασφύξια, Βαλκάνια, Βελιγράδι, Βουδαπέστη, Άμστερνταμ, Τρέλεμποργκ – (Η ιδανική για εσάς πόλη).  Το σημείο συνάντησής της βρίσκεται στα
αεροδρόμια και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε εκείνο το μεταίχμιο της
αναχώρησης και της επιστροφής. Στην αιχμή της βιαιότητας της αρχής και της
κάθαρσης του τέλους. Η δυστοπία της 
φαίνεται να είναι και ο «αποχρών λόγος» της.

Μετεωρίζεται σε ένα μεθύσι  χλευαστικής οργής και  απόρρητης τρυφερότητας. Όπου το τρυφερό
απροσδόκητο αγκαλιάζει το εσωτερικό πυροτέχνημα, του προσδίδει μια ένταση
αλλόκοτη. Σαν να συνάντησες απρόσμενα στη στροφή του δρόμου, έναν παλιό έρωτα,
βγαλμένο από μια σχέση που δεν είσαι σίγουρος ότι τελέστηκε, βίαιης στο
ξέσπασμά της αλλά γιατρεμένης στη νοσταλγία της.

Η τοπιογραφία της Γλασκώβης ένα
εκρηκτικό περιέχον σε ένα ευαίσθητο περιτύλιγμα – λες ανά πάσα στιγμή θα
σκιστεί. Δε διαρρηγνύεται ωστόσο.

Ο χρόνος άλλωστε δεν υπάρχει εδώ.
Αυτός είναι σε διάρρηξη.

Όπως κάθε χρόνος ή τόπος που
έχουμε μέσα μας.

ΙΙ.   (Σημειώσεις γύρω από μια ανεπίδοτη αλληλογραφία
δυο ποιητικών εγώ )

Ποιητή,

Σε ποιο αεροδρόμιο ή σιδηροδρομικό σταθμό άραγε, σας
βρίσκει η επιστολή μου; Ποια αναχώρηση ή επιστροφή ετοιμάζετε πυρετωδώς; Αναζητείτε  ακόμα στο χάρτη των γνωστών ή άγνωστων
τόπων  τον δικό σας; Οι μέρες και οι νύχτες
σας, θυμάμαι, καίγονταν στην αναζήτηση ή μάλλον καλύτερα στην περιπλάνηση της ουτοπίας
σας. Έχω ταξιδέψει παντού!, φωνάζατε με τα νεύρα  τεντωμένα στο βάρος της κατάρρευσης της αξίας
ακόμα και του ίδιου του ταξιδιού. Πήγα στην Αθήνα, τη Βουδαπέστη, το Βερολίνο, το
Ροστόκ, το Άμστερνταμ, τη Γλασκώβη… Τίποτα, πουθενά! Όλα ασφυκτικά. Ταξίδεψα
ακόμα και στο παρελθόν – τι λες, ακόμα και στο ίδιο το μέλλον !– και το
αποτέλεσμα παντού το ίδιο. Ένα μεγάλο κενό επιδερμικών  ειδώλων υποδεχόταν την άφιξή σας. Φεύγατε. Όλο
φεύγατε. Και μιλούσατε. Διαρκώς  μου
μιλούσατε. Αρθρώνατε λόγο με όλους τους τρόπους, με όλες τις συντάξεις, με όλες
τις αποτάξεις. Και πάντα με αναγραφόμενη διεύθυνση αποστολέα / παραλήπτη  τα σημεία αναχώρησης/επιστροφής σας.

Προτού όμως εγκαταλείψω
για άλλη μια φορά αυτό

τον τόπο

Οφείλω να σας
παρουσιάσω μια όαση που ανακάλυψα.

Μια πηγή στην
ασφύξια αναβλύζει ανάσες καθαρές

και εκβάλλει
τα διοξείδια.

Την ονόμασα
αίξυφσα εκθεμελιώνοντας τη δόξα ενός

νεκρού
εδωδιμοπώλη.

Περισσότερο
η  κενή προσμονής σιγουριά, εκείνο το
τίποτα, ήταν αυτό που σας έφερνε εμετό. Μετεωριζόσασταν ως σχοινοβάτης πάνω από
τη δική σας άβυσσο.  Και αφού όλες σας οι
αναχωρήσεις επέστρεφαν, καταλήξατε θριαμβικά  να ανασυνθέσετε τα ιδεατά συστατικά
πλάθοντας  μια ολόδική σας φανταστική πόλη
– το Τρέλεμποργκ!  (Η ιδανική για εσάς πόλη.)

 Όλα τα χαμόγελα χωρούν εδώ.

Να ‘χα γυναίκα σκύλο
και παιδιά

Να΄  μενα 
για πάντα στην ευγενική χαρούμενη πόλη.

Ιδού
ένας τόπος όπου συγκατοικούν η ευγένεια με την τρέλα.  Όμως, όχι, ακόμα κι  εδώ

Δεν μένει κανένας έξω
τις νύχτες

Σχιζοφρενική η
περιπλάνηση μετά τις δέκα.

Φωνή ακούγεται κι η
σκέψη τρέμει.

Τρέλε γίνονται

Ευγενικά άραγε τότε μετρούν
τους αυτόχειρες εκεί πάνω;

Με
μανία επιθυμούσατε  να κατανοήσετε τα
πάντα.  Αρπάζατε με πείσμα τις λέξεις και
τις διασπούσατε στα συστατικά τους μέρη. Τις εξετάζατε στο μικροσκόπιο ως
βιολόγος στο εργαστήριό του.  Και όταν δεν
σας ικανοποιούσε το αποτέλεσμα των εργαστηριακών εξετάσεων, τα αλλάζατε όλα. Πλάθατε
καινούρια συστατικά μέρη και σχηματίζατε νέες λέξεις  μέσα σε έναν δημιουργικό στρόβιλο αλαζόνος
αυτοσαρκασμού.  Πασχίζατε να νοήσετε
τον κόσμο με τους δικούς σας όρους. Ή μάλλον, παλεύατε εναγωνίως –  και συχνά με την στυφή γεύση της ματαιοπονίας
-,  να μορφοποιήσετε  έναν καινό  κόσμο όπου θα τοποθετούσατε τον  εαυτό σας  εντός. Δύσκολο το εγχείρημα. Άλλωστε σε όλη
σας τη ζωή ήσαστανιδιοκτήτης δύο εσωτερικών φωνών.Το οξύνους μάτι του παρατηρητή του εγώ σας
διαρκώς αναμετριόταν με την καρδούλα ενός παιδιού που είχε ανάγκη τα παραμύθια
για να αναπνεύσει.   Ωστόσο,  ακόμα και αυτόν τον δισχιδή εαυτό σας ήσασταν
διατεθειμένος να τον μεταπλάσετε  προς
χάριν  της πίστεως σε κάτι.   Η αναζήτηση πρώτα ξεκινά απ’ το εγώ
μας ,  
αποδεχόσασταν. Έτσι ξεκινήσατε για άλλη μια φορά το ταξίδι.

Δοκιμάσατε
 τη λογική του συντηρητισμού.  Καταλήξατε 
να ομοιωθείτε με τέρας.

Ας πορευτώ λοιπόν επί
του παρόντος με τις μικρές χαρές της ζωής:

Κινούμαι στην επιφάνεια

Της γηραιάς Αλβιόνας
πιο συγκεκριμένα.

Επιστροφή στην
περπατημένη οδό.

Σαν παρατηρώ…

Αστεία κι ακίνδυνα
μοιάζουν τα ρύγχη των τεράτων

Που στον αφρό αναζητούν
την τροφή τους.

Δεν βρίσκομαι στην
αλυσίδα τους.

Σε λίγες μέρες ένα θα
το κοιτάξω στα μάτια.

Δοκιμάσατε
την επανάσταση του συναισθήματος.  Ματώσατε  στην αναλγησία  των άλλων. Αυτός ο κόσμος είναι αλλεργικός στην τρυφερότητα/ Τ΄ αγρίμι ορμά και ξεσκίζει τη σάρκα του
ανθρώπου.
Κάνατε επί τόπου
αποστροφή στον διαβόητο έρωτα με ελπίδα και πείσμα

Στο βάθος μου προσμένει
η νέα ζωή

Η Ατλαντίδα κάθε άλλο
παρά ένας μύθος είναι.

Φιλόξενη είναι η
καρδούλα μου

Μια παρήγορη αγκαλιά
μετά απ’ τα σκληρά λόγια.

[…]

Πραγματευόμασταν τις
τύχες των ερωτευμένων κρα-

δαίνοντάς τες

«Μηδέν επί τρία

                        Μηδέν»

            «Μηδέν επί μείον δώδεκα

                        Μηδέν»

Τι γέλιο τι ζωές!

Τι
τόπος κι αυτός. Θα τολμούσα να πω ότι ίσως, είναι ο μόνος που σας ομοιάζει. Αναπνέει
κι αυτός μοναχά στην διαρκή διαδικασία αρχής /τέλους.

Η διαδικασία σεπτή
μέχρι την ιερά λήξη

Ευτυχία

ή αλλιώς τι;

Η ανηδονία είναι αυτή
που με σφίγγει πλέον κλειστά

Τι απελπισία!

Μέχρι
που καταλήξατε να μονολογείτε,  Άραγε η νοσηρότητα θα ενσαρκώσει τις προσδοκίες και θα καλέσει τα
δάκρυα;

Το
ταξίδι σας στους τόπους του γνωστού κόσμου συνεχιζόταν μέχρι που   συνειδητοποιήσατε
ότι , όπου κι αν περιπλανηθείτε, όπου κι αν ταξιδέψετε  -είτε σε πόλεις, είτε σε τόπους, είτε στο
χρόνο –  μοιραία μπροστά σας ή μέσα σας,
θα αναμετριέστε με τον άνθρωπο. Με το επιδερμικό σώμα, με το ανίερο μυαλό, με
τις παρηκμασμένες αξίες κοινωνικών συστημάτων, με κάθε λογής ανεδαφικούς
επαναστάτες, με άτοπες θεωρίες φιλοσόφων. Όμως, και τότε, δεν τα παρατήσατε.  Τελική σας επί τόπου αποστροφή στον Δάσκαλο
και τα «τάδε έφη» του. Ως καλός μαθητής θελήσατε να πλάσετε από την αρχή έναν
νέο κόσμο – Α BraveNewWorld!-,   έναν  νέο
άνθρωπο. Ένα καθάριο όν που δεν θα ήταν υποταγμένο στους φυσικούς και
κοινωνικούς ορισμούς και περιορισμούς του φύλου του. Έναν παραποιημένο Übermensch.
Τον δικό σας υπεράνθρωπο.

Ακούστε, φωνάζω.
Ακούστε!

Φίλοι μου, σας
αποκρυπτογραφώ την αλχημεία του

έρωτα.

Σας ευαγγελίζομαι το
υπερφύλο:

Γυναίκα δεν θα ‘σαι
γυναίκα

Δεν θα χρειάζεσαι
αφέντη και ρεβεράντζες

Θα’ σαι αφέντρα της
σκλάβας του εαυτού σου

Ο εαυτός σου κομμάτι
του υπερφύλου.

Άντρα δεν θα ‘σαι
άντρας.

Είσαι μισή γυναίκα.

Δεν θα ‘σαι γυναίκα.

Θα μηδενίσεις τη σχέση
του ψ με το χ.

Ο εαυτός σου κομμάτι
του υπερφύλου.

Το υπερφύλο δεν
αγοράζει και δεν πουλά

Δεν παραχωρείται και
δεν ενοικιάζεται

Δεν εξευτελίζει και δεν
ταπεινώνεται

Το υπερφύλο κομμάτι του
υπεράνθρωπου.

Αλλοίμονο,
φίλτατέ μου. Η  όποια μορφοποίηση
εξαρτάται από τα όρια των συστατικών της. Η αποτυχία και αυτού του επίδοξου
εγχειρήματος, σάς οδήγησε για ύστατη 
φορά στο πάτωμα με τα μούτρα. Στην αποδοχή. Όχι όμως στην υποταγή. Το γνωρίζατε
από την αρχή άλλωστε. Αυτός ο κόσμος χρειάζεται να διαρραγεί για να σωθεί (ή να
σωθείτε).

Εκείνη
ακριβώς τη στιγμή της τελικής σας πτώσεως, θυμάμαι, με κοιτάξατε με πυρέσσον  μάτι, ορθώσατε τον κορμό σας και με αμφίθυμο
θρίαμβο  αρθρώσατε :

Δεσποινίς

εντέλει

Οφείλουμε

να είμαστε

Σίγουροι

Σίγουροι

όπως

Η καταστροφή

Μετά
άσωτης προσμονής,

Η
ποιητική πόλις σας

Υ.Γ.
1 : Ιδού η κατάβασή σας, ιδού  η γέφυρα,
ιδού και ο δικός σας δρόμος. Μήπως τελικά δεν ήταν προδοσία;

Υ.Γ.2:
  Περάσαμετις φιγούρες μας στη λογοτεχνική ιστορία!
(η μέγιστη τιμή)
;