Montecchio Estefania
Σαρτρ και Βιάν: Δύο τζαζίστες σε σύγκρουση

απόδοση: Στάθης Ιντζές

«Δύο ονόματα μονοπωλούσαν το μεταπολεμικό Σεν Ζερμέν ντε Πρε: ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ και ο Μπορίς Βιάν», αναφέρει ο Νοέλ Αρνώ στο Οι παράλληλες ζωές του Μπορίς Βιάν. Ακόμα, παρατηρεί η Σελέστ Ντέυ Μουρ, «ο Σαρτρ και ο Βιάν είχαν μια φιλική και εργασιακή σχέση, όχι μόνο λόγω της συνεργασίας τους στην εφημερίδα του Σαρτρ, αλλά και λόγω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης μεταξύ τους και μεταξύ των συντρόφων τους». Η σχέση, μεταξύ των προαναφερθέντων προσώπων, της συγκεκριμένης παριζιάνικης περιοχής, διήρκησε σχεδόν δύο χρόνια, μέχρι που κάποιες διαφορές –στις οποίες θα εμβαθύνουμε πιο μετά– επέφεραν τον σχεδόν οριστικό χωρισμό τους.

    Ο Φρανκ Τενώ, με τη σειρά του, αναφέρει ότι το Café de Flore¹ είχε μετατραπεί, από την αρχή της Κατοχής, σε καταφύγιο για τους διαννοούμενους. Έτσι ακριβώς το περιγράφει και ο Βιάν στο Manuel de Saint-Germain-des-Prés.  Έπειτα, ήρθε η Απελευθέρωση και το Bar Le Tabou², παρέμενε ανοιχτό και μετά τα μεσάνυχτα. Από το 1946, γίνεται το σημείο συνάντησης όλων των λογοτεχνών και εκδοτών, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν τα ονόματα των Σαρτρ, Κενώ, Λεμαρσάν, Μερλώ-Ποντύ και Καμύ.

    Την 11η του Απρίλη του 1947, εγκαινιάζεται το Club. Αναφέρει ο Αρνώ:

   

Ο Μπερνάρ Λουκά, μπάρμαν του Bar Vert, προτίνει στους ιδιοκτήτες του Tabou να χρησιμοποιήσουν το υπόγειο-κελάρι για να ανοίξουν ένα club. Έτσι γεννήθηκε η φημισμένη «σπηλιά» και όταν, τον Ιούνιο του 1947, ο Λουκά αποκτά το Bar Vert και τη διεύθυνση του Club du Tabou, εμπιστεύεται τον Φρεντερίκ Σοβαλώ, έναν εκ των ιδρυτών του μπαρ, ο οποίος αποφασίζει να αντικαταστήσει το τζουκ-μποξ του μαγαζιού με μια ζωντανή ορχήστρα, την ορχήστρα του Μπορίς Βιάν.

Και κάπως έτσι τα αδέφια Βιάν μαζί με τον σαξοφωνίστα Κι Μοντασσού, εγκαθίστανται στο μπαρ.

Οι πρώτοι θαμώνες του Tabou –φιλόσοφοι και συγγραφείς- συνέχιζαν να επισκέπτονται σποραδικά το Club, εξαιτίας της παρουσίας του Βιάν [Τενώ, 1993: 40]. Μία σειρά από φωτογραφίες δείχουν, ανάμεσα στους ακροατές της ορχήστρας, την 27η Ιανουαρίου του 1947, τους Σαρτρ, Κενώ, Λεφεβρ-Πονταλύ μεταξύ άλλων προσωπικοτήτων, να βρίσκονται εκεί για τον Βιάν και εμφανώς να το διασκεδάζουν [Αρνώ, 1990: 74]. Η ομάδα των υπαρξιστών θα αντικαταστήσει, στη συνέχεια, τους γνωστούς σε όλους ζαζού³. Σε τέτοιο βαθμό ήταν παρουσία των υπαρξιστών στη «σπηλιά», που ο κόσμος συνήθισε να αποκαλεί το μέρος, «υπαρξιακά σπήλαια». [Βιάν, 1997:40]. Αυτό αναφέρει επίσης ο Στοβάλ, για τον οποίο «μετά το 1945, η τζαζ, διατήρησε τη δημοφιλία της χάρη στη σχέση της με τον υπαρξισμό». Ο Βιάν τραβάει την προσοχή από το γεγονός ότι η πιο αντιπροσωπευτική φιγούρα στο μαγαζί ήταν ο Σαρτρ [Βιάν, 1997:40]. Ο Στοβάλ περιλαμβάνει στη μαρτυρία του, ότι «ο συνδυασμός τής γαλλικής τζαζ και της δημοτικότητας του εξιστιαλισμού, γέννησε ένα νέο είδος νυχτερινών κέντρων, τα περίφημα σπήλαια του Σεν Ζερμέν ντε Πρε», τα οποία χαρακτηρίζονται από τη ζωντανή μουσική που παρέχουν στον κόσμο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Ο Στοβάλ θυμάται ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε από το Samedi-Soir τον Μάϊο του 1947, που επιβεβαίωνε τη φήμη του Ταμπού μόλις ονόμασε τους πελάτες του «ανθρώπους των σπηλαίων». Ο Βιάν και οι συνεργάτες τους –ανάμεσα στα ονόματα των οποίων φιγουράρει αυτό της Ζιλιέτ Γκρέκο4– δεν προσπαθούσαν σε καμία περίπτωση να ηρεμήσουν τους πελάτες, αλλά απεναντίας, κατέβαλλαν κόπους να ικανοποιήσουν την απληστία τους. Εκείνο που συνέβαλε, επίσης, στη διάδωση της φήμης του «σπηλαίου» ήταν το σκάνδαλο που είχε να κάνει με το Θα φτύσω στους τάφους σας «[…] του οποίου ο μεταφράστης και συγγραφέας είναι ο τρομπετίστας του Ταμπού, πράγμα που φαινόταν στο μαγαζί και στο κέρδος του. Φτάνουμε στο σημείο να νομίσουμε ότι στο Ταμπού είναι δυνατό να δει κανείς «πραγματικά» τις φανταστικές σκηνές του μυθιστορήματος» [Αρνώ, 1990: 74]

    

Σε εκείνο το διάστημα, συγκεκριμένα τον Μάϊο του 1946, ο Βιάν ξεκινά τη συνεργασία του με την Les Temps Modernes5. Ο Μπορίς ήταν πολύ χαρούμενος. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τη Σιμόν Ντε Μπουβουάρ, τον Μορίς Μερλώ-Ποντί, τον Ζακ Λορώ Μποστ και όλη την ομάδα της εφημερίδας. [Αρνώ, 1990: 121]

Ο Σαρτρ με τον Βιάν θα συνεργαστούν επίσης στην εφημερίδα Jazz 47. Ο Σαρτρ θα γνωρίσει μέσω του Μπορίς την Κλωντ Λιτέρ και τους θαμώνες του Ταμπού. Η Σιμόν Ντε Μπουβουάρ, που «αρχικά βρήκε τον Μπορίς επιπόλαιο» [Τζόουνς, 1994: 212] θα προταθεί από τον τρομπετίστα για τη δημιουργία της βιβλιοθήκης του της τζαζ.

    Ο Βιάν συμμετείχε, επιπλέον, στην εφημερίδα La Rue, μέσα από τα φύλλα της οποία υπερασπίστηκε τον Σαρτρ με το άρθρο του «Sartre et la merde», το οποίο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 12ης Ιουνίου του 1946 και εκφράζεται με αγριότητα ενάντια στους πολέμιους του Σαρτρ.

    Να μη λησμονηθεί ότι ο δεσμός ανάμεσα στους δύο συγγραφείς δεν περιορίστηκε στη συνεργασία τους, αλλά ο Βιάν και η γυναίκα τους διοργάνωναν αυτό που αποκαλούσαν «fiestas-tarta», γιορτές όπου το κυρίαρχο στοιχείο ήταν οι τάρτες. Σε εκείνες τις γιορτές συμμετείχαν ακόμα η Σιμόν Ντε Μπουβουάρ, ο Καμύ και διάφορες προσωπικότητες της Les Temps Modernes [Αρνώ, 1990: 146].

    Σχετικά με τη δουλειά στη Les Temps Modernes, ο Σαρτρ θα είναι ο πρώτος που χαίρεται με όσα κατόρθωσε ο Μπορίς κατά τη διάρκεια των δύο ετών της συμμετοχής του, παρά τα παράπονα μερικών αναγνωστών. Τον Ιούνιο του 1946, θα δημοσιευθεί για πρώτη φορά στην εφημερίδα το πρώτο διήγημα από το Les Fourmis, δηλαδή Τα Μυρμήγκια, και τον Οκτώβριο του 1946, ένα σημαντικό απόσπασμα από τον Αφρό Των Ημερών. Ο Βιάν προσπάθησε να ανανεώσει την εφημερίδα μέσα από την υποβάθμιση του σοβαρού χαρακτήρα της. Γι αυτό το λόγο πρότεινε την εισαγωγή φωτογραφιών και την αύξηση σε εκατόν ενενήντα σελίδες των χρονικών, που ίδιος έγραφε, Chroniques du menteur. Αριθμούνται πέντε Chroniques du menteur που δημοσιεύθηκαν στα φύλλα 9ο, 10ο, 13ο, 21ο και 26ο. Ένα έκτο χρονικό με αναφορά στον Αλεξαντρ Αστρούκ, πάρθηκε πίσω από τον ίδιο τον Βιάν [Αρνώ 1990: 122], ενώ δύο χρονικά δεν έγιναν δεκτά από τους εκδότες.

  

Μετά από αυτά τα δύο χρόνια αδιάκοπης φιλίας, οι δύο πιο διάσημες φιγούρες του Σεν Ζερμέν μετά την Απελευθέρωση, αποστασιοποιήθηκαν. Ο Αρνώ αναφέρει ότι ο Μπορίς θα δει τον Σαρτρ άλλες δυο φορές κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών.

    Μετά την Απελευθέρωση, ο Σαρτρ κυριαρχεί στη λογοτεχνική σκηνή, όπως πιο πριν το είχε καταφέρει ο Αντρέ Ζιντ. Κατά αυτόν τον τρόπο τη σκυτάλη που αφήνει ο Ζιντ, την παίρνει ο Σαρτρ, αλλά πια δεν πρόκειται για την ίδια εποχή. Μέχρι τον πόλεμο, ο μελλοντικός φιλόσοφος, είχε παραμείνει απόμακρος από τις πολιτικές ευθύνες που βαραίνουν τον συγγραφέα [Γούινοκ, 1997: 395 και 396]. Είναι η διαδικασία του Épuration légale6 που τον κάνει να στοχαστεί πάνω σε αυτό το θέμα.

    Ο Αρνώ μας μεταφέρει ένα σημείωμα του Βιάν το οποίο συντάχθηκε την 11η Φεβρουαρίου του 1953, στο οποίο ομολογούσε: «Η αδιαφορία μου για την πολιτική διήρκησε κατά έναν απίστευτο τρόπο, τουλάχιστον, μέχρι τα τριάντα μου. Πραγματικά είχα με τόσα πολλά πράγματα να ασχοληθώ όπως, τη Σχολή, την τρομπέτα, τις γυναίκες». Είναι φανερό, συνεπώς, ότι η οπτική του Βιάν σε σχέση με τη δέσμευση του συγγραφέα διαφέρει πολύ από την αντίληψη του Σαρτρ, τη λεγόμενη écrivain engagé7. Στην πραγματικότητα, αυτή η κεντρική ιδέα για τον Σαρτρ είναι αυτή που μάχεται ο Βιάν μέσω του Αφρού των ημερών.

    Ήδη έχουμε δει, ότι ο συγγραφέας μας, παρά τη φιλική του σχέση με τον Σαρτρ και τη Μποβουάρ, δεν έφτασε ποτέ στο σημείο να συμμεριστεί την πολιτική τους στάση. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Αρνώ, κάθε τι δεσμευτικό τον απωθούσε, πόσο μάλλον η πολιτική δέσμευση.

    Από το ζεύγος Βιάν, η Μισέλ είναι αυτή που νιώθει πιο κοντά στον Σαρτρ και την Μποβουάρ. Θαυμάζει τον φιλόσοφο και έχει υιοθετήσει όλες του τις απόψεις. Τη στιγμή που η σχέση ανάμεσα στον Μπορίς και τη γυναίκα του αρχίζει να έχει προβλήματα, ο Σαρτρ την πλησιάζει και μετά την εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης από τον Βιάν, η σχέση τους γίνεται πιο ενδόμυχη. Παρατηρεί ο Αρνώ ότι «έτσι ανοίγει το χάσμα ανάμεσα στον Μπορίς και τον Σαρτρ».

    Πλέον, ο Μπορίς είχε αποφασίσει να πολεμήσει τον Σαρτρ, όχι σε προσωπικό επίπεδο, αλλά τις πολιτικές και φιλοσοφικές του ιδέες [Λαφορέ, 1999:43].

Montecchio, Estefanía
Asimilación, caricatura, implosión: clichés y estereotipos
según Boris Vian y Vernon Sullivan

***

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

¹ Το Καφέ ντε Φλορ (Café de Flore) βρίσκεται στο διάσημο βουλεβάρτο Σεν – Ζερμέν στην Αριστερή Όχθη (Rive Gauche) του Παρισιού. Ήταν ανέκαθεν, όπως και σήμερα, προσφιλής χώρος ανθρώπων των γραμμάτων, των τεχνών και της διανόησης.

² Το Le Tabou ήταν ένα κλαμπ-κελάρι και βρισκόταν στον αριθμό 33 της Rue Dauphine στο Σεν Ζερμέν Ντε Πρε, στο Παρίσι. Στην αρχή πέρασε απαρατήρη ως ένα απλό μαγαζί που σέρβιρε ποτά αργά τη νύχτα, αλλά γρήγορα έγινε γνωστό ως ένα μέρος όπου σύχναζαν οπαδοί του εξιστενσιαλισμού. Η τζαζ σύντομα θα καταλάμβανε το κλαμπ με ένα τρίο που είχε δημιουργήσει ο Μπορίς Βιάν, μαζί με τα δυό του αδέρφια.

³ Οι ζαζού ήταν μια υποκουλτούρα στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επρόκειτο για νέους ανθρώπους που εξέφραζαν την ατομικότητά τους φορώντας φανταχτερά ρούχα και χορεύοντας ξέφρενα σουίγνκ.

4 Δημοφιλής Γαλλίδα ηθοποιός και τραγουδίστρα. Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ είπε για εκείνη ότι είχε «εκατομμύρια ποιήματρα στη φωνή της». Ήταν γνωστή σε πολλούς από τους συγγραφείς και καλλιτέχνες του Σεν-Ζερμέν-Ντε-Πρε, όπως ο Σαρτρ και ο Μπορίς Βιάν. Για αυτό το λόγο την αποκαλούσαν και Μούσα του εξιστενσιαλισμού.

5 Γαλλική εφημερίδα που το πρώτο της φύλλο εμφανίστηκε τον Οκτώβριο του 1945. Ήταν γνωστή ως η εφημερίδα του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το όνομά της το πήρε από την ομώνυμη ταινία του Τσάρλυ Τσάπλιν και κάλυψε το κενό που δημιουργήθηκε από την απουσία του πιο σημαντικού προπολεμικού λογοτεχνικού περιοδικού, La Nouvelle Revue Française (The New French Review), που θεωρείτο ως το περιοδικό του Αντρέ Ζιντ και το οποίο έκλεισε μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας λόγω της συνεργασίας του με τις κτοχικές δυνάμεις.

6 Η έννομη κάθαρση, Épuration légale, ήταν ένα κύμα δικών που ακολούθησε την Απελευθέρωση της Γαλλίας ενάντια στην γαλλική πολιτεία, δηλαδή την κυβέρνηση με επικεφαλής τον Φιλίπ Πετέν, που υπήρχε πριν τον Άξονα, από το 1940 ως το 1944 κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου.

7 Ο όρος littérature engagée αφορούσε έναν γενικό κανόνα κατά τον οποίο ένας συγγραφέας, ποιητής ή δραματουργός, υπερασπιζόταν την ηθική, την πολιτική, την κοινωνική και θρησκευτική του ιδεολογία.