Συνομήλικος ποιητής,
καναδυό χρόνια μεγαλύτερός μου, που επέστρεψε πριν από μένα στο χωριό του, αφού
έδρεψε για δεκαετίες τις δάφνες στην Αθήνα, με εξομολογητική διάθεση μου
απευθύνει το ερώτημα του Λένιν: «Και τώρα τι κάνουμε, Παστάκα;» Το παράπονό του
είναι πως σύντομα θα τον ξεχάσουν, αν δεν τον έχουν ήδη ξεχάσει οι φίλοι του
στην Αθήνα. Τα βιβλία του έχουν εξαφανισθεί προ καιρού από τα βιβλιοπωλεία,
μόνο στο χωριό του τον αναγνωρίζουν για ποιητή και οι αναφορές που γίνονται σε
αυτόν από τους φίλα προσκείμενους δημοσιογράφους των τοπικών φύλλων μόνο
θυμηδία προκαλούν στους συντοπίτες του.

Του είπα να συνεχίσει να
γράφει, να κάνει αυτό που έκανε μέχρι τώρα. Ήθελα να του φανερώσω το κόλπο που
έκανε υπέργηρος ποιητής που όψιμα φιλοδοξούσε να κατακτήσει το ποιητικό
στερέωμα της Ελλάδας, μετά από εξήντα χρόνια λιανικού εμπορίου σε ηλεκτρικά
ήδη, και κατάφερε να είναι στην πρώτη θέση των ευπώλητων του ΙΑΝΟΥ: αγόραζε ο
ίδιος από το βιβλιοπωλείο στη Σταδίου, εβδομήντα (αριθμητικώς 70), αντίτυπα της
προσωπικής του συλλογής κάθε δεκαπέντε μέρες. Κρατήθηκα, και δεν του το ανέφερα
τελικά, γιατί θα το έπαιρνε προσωπικά και θα με παρεξηγούσε.

«Εσείς οι Έλληνες», έλεγε
η Ιταλίδα γυναίκα μου «όλο τι-να-κάνουμε, λέτε» και σήκωνε κοροϊδευτικά τους
ώμους της μιμούμενη άριστα τον ραγιαδισμό μας. Τι να κάνουμε; Οι γέροι
παραπονιάρηδες και ξινισμένοι ποιητές 
κάποιες φορές γίνονται γελοιότεροι των νέων. Η έπαρση του γέρου ποιητή
μας προκαλεί ασταμάτητα γέλια. Έως δακρύων.