Αφού έκθετο δεν είμαι/ ούτε

άβουλος κιοτής στον πισινό μαρκαρισμένος/

ούτε άθρησκο απολωλός βολοδαρμένο

από πάθη αβυσσαλέα/όπως τα παρδαλά βίτσια

του βασιλιά Ηρώδη που διέταξε τη Σαλώμη να

χορέψει γυμνή μαζί με μια   θανάσιμη τίγρη 

πάνω σ΄ έναν πορσελάνινο κύκλο και

 όταν σμίξανε οι μυρωδιές των άγριων θηλυκών

έρευσε στα χαμόσπιτα το αίμα των νηπίων και

η χώρα ερήμωσε / και η χώρα ερήμωσε /

χρόνους πολλούς μετά 

μάζεψε καμπόσους η γκεστάπο τροβαδούρους

που αλήτευαν στον Στρυμόνα ποταμό ασκάνδαλοι

και ασάνδαλοι  και τους μούσκεψε με βενζίνη

και τους έκαψε στις πλατείες προς παραδειγματισμόν

και η χώρα ερήμωσε/ και η χώρα ερήμωσε /

και μύρισε η Αθήνα καμένη ρίγανη και οι δρόμοι

καμένο λάδι και ο λαός καμένο συκώτι/

 δεν θυμούνται πια τίποτα οι συγκαιρινοί/

πανάθεμά τους τίποτα δεν θυμούνται οι συγκαιρινοί /

μα τα μαύρα χρόνια θα  ξυπνήσουν κάποτε/

τα μαύρα χρόνια θα  ξυπνήσουν κάποτε/

φαντάσματα περασμένα και φαντάσματα μελλούμενα

θα ξυπνήσουν κάποτε/ θα  ξυπνήσουν κάποτε/

χρόνοι πολλοί που από χρόνο αφαιρέθηκαν και σε χρόνο

προστέθηκαν και σε χρόνο μοιράστηκαν όπως

στης καστανιάς τον ίσκιο θάφτηκαν πτώμα άκαμπτο

τα περασμένα και στης καστανιάς τον ίσκιο θάφτηκαν

πτώμα άκαμπτο τα μελλούμενα/όταν η Αθήνα μύριζε

 καμένο λάστιχο/όταν η Αθήνα βρώμαγε μπαρούτι/

και από την τσίκνα την πολλή φταρνίστηκε

 ο ουρανός και των τροβαδούρων η γενιά την

έκανε σκασιαρχείο /μες στα βουβά προάστεια

το κλάμα των κολλήγων ακούγονταν βαριές  σφυριές

 στο αμόνι  του σιδηρουργείου/ μέχρι τον  πέρα κάμπο

ακούγονταν/εκεί που  βαρήκοοι ημιονηγοί στη ζούλα

 μεταφέρανε καφέ κι αλάτι στους προύχοντες των

σχολαρχείων/ενώ οι γραφιάδες στέναζαν στα μπαράκια

με τα μολυβάκια τους καλοξυμένα  και τα μπλοκάκια τους

άθικτα στη σάκα να μαρτυρούν δύστηνα χρόνια στων

 ιδεών στις κατακόμβες

πόσα δύστηνα χρόνια στων ιδεών τις κατακόμβες!

πόσα δύστηνα χρόνια στων ιδεών τις κατακόμβες!

Και πριν ακόμα μυηθώ στην ορθο-

φωνία/ νάμαι προικισμένος με διαύγεια/

ανεμοδαρμένος τροβαδούρος με πυρετό

για δράση και διέγερση/ηχείο εξωτερικού

χώρου/αναμεταδότης παραπόνων/

οσονούπω ρωμιός/ πολεμοκάπηλος ρωμιός/

 αραχτός στο ντιβάνι/αραχνιασμένος

Να θυμηθώ τους προγόνους μου

Να θυμηθώ τους προγόνους μου

Τις θειάδες και τ΄αδέλφια μου

που πριν ακόμα

στριμοκώληδες  σε ψυγειοκαταστρώματα

βρουν την τύχη τους σε κρουαζιερόπλοια

 βάφοντας κουκέτες για πλούσιους αμερικάνους

και κρεμάσουν στο πέτο τους μια επιγραφή

με τη λέξη outlaw μεταφρασμένη στα γιαπωνέζικα

κουβαλούσαν τα προικιά τους σε βαριά μπαούλα

που ναυαγήσανε σε υπερπόντια προξενιά

μαζί με μια μπάλα ποδοσφαίρου  ένα δοχείο νυκτός

το κομπόδεμα της γιαγιάς και μια στεφανοθήκη

/ένα δοχείο νυκτός και μια στεφανοθήκη/

Κάτωχροι από  την σιδηροπενία και τον κάματο

πετσοκομμένοι από την ταρίφα των μπόσηδων

άχρηστα κτήνη σε δεδουλευμένα μεροκάματα

δεν ξέρανε ακόμα τι βούρδουλας τους

περιμένει/ τι βούρδουλας τους περιμένει/

αχ δεν κάτεχαν οι ξένοι τ΄ είναι  χωριό

κι αυτοί μιλούσαν για το χωριό τους χαμηλόφωνα και

ντρεπόντουσαν που ήσανε τόσο ταπεινοί

κι οι άλλοι γραμματιζούμενοι και λόρδοι

κι οι άλλοι είχαν όλοι τους ψηλά λειριά

κι ακριβό ταμπάκο στο σακούλι κι όλοι μούγκα

μπρος στο νοικοκύρη/ κατουρλιάρηδες/

αλλά μετά τα χρόνια περάσανε και

οι περσινές αρραβωνιαστικές γενήκανε μαιτρέσες

και καβαλούσαν μικρά πόνυ και στενάζανε

αχ πόσο πικρή η ξενητειά!

αχ πόσο πικρή καλέ Κούλα η ξενητειά!

στον ξένο τόπο ακόμα και το καλό σε βαλαντώνει!

Αφού δεν με

τα μικρά παιδιά που

ξενυχτούσαν με φτωχό κολατσιό

κάτω από γκαζόλαμπες

σκιές γλυκού ύπνου

γλείφοντας

σαν παγωτό

και τα όνειρα άγλυκη ζύμη

στο προσκέφαλο ενός φιδιού

που το κάλεσε πρωτοχρονιάτικα

 ο φακίρης

να γλιστρήσει σαν κλέφτης

στο μουρμουρητό

της βροχής

άψυχη μνήμη

που σε τσαλακώνει

μνήμη που σε τσαλακώνει

τα μικρά παιδιά

γλείφοντας σαν παγωτό

τη μνήμη που

σε τσαλακώνει

Να θυμηθώ τους εργάτες

Να θυμηθώ τους εργάτες

στους θαλάμους αερίων

παράλυτους κάτω από τις μαζικές ντουζιέρες να

ξεβγάζουνε από τη σάρκα τους  έμβολα μηχανουργείου

και πόσο της σάρκας το μαύρο λάδι κυλούσε σαν

 ποτάμι στον υπόνομο/ πόσο μες στις πικρές φάμπρικες

με τα χνώτα τους μπολιάζανε τον πικρό ηδονισμό

 των μολυσμένων ξένων και κάθε ρεμπέτικος καημός

στο καλντερίμι  θλιβερή πενιά αντιλαλούσε

στην πιο κοντινή νέγρικη συνοικία που με τα κάτασπρα

δόντια της σπάραζε το αλληλούια πνιγμένη στο ρούμι και

στων βόθρων τις αναθυμιάσεις /

 στων βόθρων τις αναθυμιάσεις /

Τα χρόνια πέρασαν και θα περάσουν

αλλά η ζωή θα παίζει πάντα παντομίμα

σα φτωχή θεατρίνα στον πεζόδρομο

της οδού Βουκουρεστίου/αλλού τα καράβια/

οι θάλασσες αλλού/αλλού οι καμαρώτοι/

αλλού οι κάβοι κι αλλού τ΄ άσπρα τα πανιά/

αλλού τα άλμπουρα κι αλλού τα φινιστρίνια

Πολύ πιο κάτω από εμάς

Υπάρχουν κι άλλοι αλυσίδα/αλυσίδα/

/βρεφοκομεία οίκοι ευγηρίας υπουργεία νεκροτομεία/

Στην  downtown προφεσσόρισες με prada

μαρκάρουν το sein und  zeit στα καπούλια τους

και μαστουριάζουν στα in και hot ορθάδικα

σαλιώνοντας τα φρύδια τους με juisy τσικλόφουσκα

Ξεφυσούν από τη μύτη τους χαρμόσυνη σκόνη και

κανακεύουν στα στήθια τους φυματικούς φαντάρους

/πουτάνες μαμάδες και γιοι νευρασθενικοί/

/πουτάνας γιοι και πούστηδων μαμάδες/

Βρασμένες

 σαν την τσιπούρα μες στο αλκοόλ

τρικλίζουν

 στα δωδεκάποντά τους πάνω σκληρίζοντας

Oh Mon Dieu!

Oh Mon Dieu!

πεθαίνω απόψε

Oh Mon Dieu!

ένας λαιμός κοκέτας δεν είναι για πνίξιμο

είναι για βελονιές από ζάχαρη και μέλι

Oh Mon Dieu!

σκληρίζοντας

Και πριν το σούρουπο πρεσάρει με την ενδελέχειά του

όλες τις θλιμμένες μοναξιές που εις μάτην διασπείρονται

ο μαύρος κόμπος των δακρύων έχει φθάσει ήδη στο χτένι.

Στο χτένι έχει ήδη φθάσει ο μαύρος κόμπος των δακρύων

Στο χτένι στο χτένι ο μαύρος κόμπος ο μαύρος κόμπος

Oh Mon Dieu!

σκληρίζοντας