Το ότι η φωνή
σου μπορεί να φτάσει ως την άλλη άκρη του κόσμου δεν σε κάνει σοφότερο απ’ ότι
όταν έφτανε μόνο ως την άλλη άκρη του μπαρ. Άρα, το ότι το ποίημά σου ή το
βιβλίο σου μπορεί να φτάσει ως την άλλη άκρη του κόσμου (και να διαβαστεί) δεν
σε καθιστά «καλύτερο» καλλιτέχνη με την αντικειμενική -μεταξύ των υποκειμένων-
έννοια του όρου.

      Το ότι ο
καλύτερος υπολογιστής παγκοσμίως δεν μπορεί να βρει και να αξιολογήσει το
καλύτερο ποίημα ή τραγούδι του κόσμου δεν τον κάνει άχρηστο. Αντιθέτως, είναι ο
αντικειμενικότερος κριτής που μπορεί να συνυπολογίσει χιλιάδες παραμέτρους και
να δώσει απάντηση. Δεν μπορεί να μετρήσει όμως κάτι μη μετρήσιμο, όπως την
ποιότητα ενός δημιουργήματος.

      Με βάση αυτά
τα δύο αξιώματα που εκφράζουν απ’ την μία την μη εξ’ ορισμού ποιότητα της
διαδεδομένης-δημοφιλούς τέχνης που φτάνει κι επικοινωνείται σε όλο τον κόσμο κι
απ’ την άλλη την μη αντικειμενικότητα της καλλιτεχνικής ποιότητας με βάση
ποσοτικά-μετρήσιμα κριτήρια, μπορούμε να κάνουμε χρήσιμες υποθέσεις σχετικά με
το πώς αξιολογείται και διαδίδεται η τέχνη στο πλαίσιο της σημερινής εποχής.

      Κατ’ αρχήν,
ποιες μορφές τέχνης διαδίδονται περισσότερο; Η ποίηση είναι σίγουρα η τελευταία
στη λίστα. Η μουσική κι ο κινηματογράφος σίγουρα οι πρώτες. Η πεζογραφία κάπου
στη μέση ανάλογα με το θέμα. Η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση μπορεί να δοθεί
και με τις εξής ερωτήσεις που συνοψίζονται σε μία: ποιες μορφές τέχνης φέρνουν
περισσότερα κέρδη; ποιες γεμίζουν στάδια και μεγάλες αίθουσες προβολής; ποια θα
φέρει μεγαλύτερη διαφήμιση; στην τελική, ποιες συμβάλλουν καλύτερα στη
δημιουργία μιας επικερδούς βιομηχανίας ελεύθερου χρόνου;

      Με μια
συναυλία μπορούν να διαφημιστούν μερικές εταιρίες, να προσέλθει αρκετός κόσμος,
να βγάλουν τα προς το ζην ή ακόμα περισσότερα οι μουσικοί κι όλοι να πάνε
ικανοποιημένοι σπίτια τους. Με ένα απ’ τα χιλιάδες ίδιου τύπου μυθιστορήματα,
μπορεί κάποιος να περάσει ένα όμορφο απόγευμα στην παραλία κάνοντας
ηλιοθεραπεία, να τον βοηθήσει να κοιμηθεί διαβάζοντάς το στο κρεβάτι, στο τέλος
να γίνει σήριαλ ή ταινία, να πάει να το δει στην μεγάλη οθόνη ξαναπληρώνοντάς
το ή να δει τις διαφημίσεις στην τηλεόραση, να πληρωθεί ο δημιουργός αδρά κι οι
εταιρείες να κάνουν πάλι την δουλειά τους με όλους για άλλη μία φορά να μένουν
ικανοποιημένοι. Γιατί η τέχνη δεν είναι τίποτα άλλο γι’ αυτόν που την πουλάει
παρά μέρος της ψυχαγωγίας και διασκέδασης του αναγνώστη-θεατή-ακροατή στον
ελεύθερο χρόνο του κι επειδή ο ελεύθερος χρόνος είναι λίγος θα πρέπει να
διαλέξει απ’ τη βιτρίνα.

      Πώς φτάνει,
όμως, κάτι στη βιτρίνα; Η τέχνη είναι μέρος του πολιτισμικού μηχανισμού, ο
οποίος διαμορφώνει την λαϊκή κουλτούρα και που σιγά σιγά εξαπλώθηκε με την
διάδοση της τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών κλπ. Αυτή ακριβώς η
διάδοση συνέβαλε σταδιακά στη δημιουργία της βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου.
Της μαζικής τέχνης. Οπότε, για να φτάσει η «φωνή» σου, το δημιούργημα, μέχρι
την άλλη άκρη του κόσμου με αξιώσεις κι όχι μέσω του μπλογκ σου που είναι στην
ουσία καρφίτσα στα άχυρα, θα πρέπει να περάσει μέσα απ’ τον δρόμο της
βιομηχανίας και των κριτηρίων της. Για να γίνεις μέρος της βιομηχανίας πρέπει να
έχεις αυτό που μπορεί να μετρήσει με άριστη ακρίβεια ο υπολογιστής του δεύτερου
αξιώματος. Το εύρος του κοινού και το σύνολο των εισπράξεων. Να εγγυηθείς την
επιτυχία ή καλύτερα την αποτελεσματικότητα βάσει ανάλυσης εσόδων-εξόδων.

     Αυτή η
επιτυχία, όμως, δεν είναι κάτι το εύκολο, και κυρίως δεν μπορεί να θεωρείται ως
τέτοιο από δημιουργούς που λίγο πολύ ως ναρκισσιστές είναι φυσικό να θέλουν
περισσότερο κοινό, περισσότερες πωλήσεις, περισσότερη δημοσιότητα και φυσικά
τον άνετο βιοπορισμό. Αυτή η αντίφαση γεννάει το ερώτημα «αφού είναι εύκολο,
γιατί δεν το κάνουν για να ικανοποιήσουν στο έπακρο τις επιθυμίες τους;» Η
απάντηση ίσως είναι πως η επιτυχία χρειάζεται σκύψιμο των «θέλω» και «είμαι»,
κάτι που εξαρτάται απ’ τα προσωπικά περιθώρια του καθενός και κατά πόσο είναι
διατεθειμένος να ενδώσει και να «εμπορικοποιηθεί». Φυσικά, πάντα υπάρχουν και
βρίσκονται υποψήφιοι, αλλά και πάλι θα περάσουν από διεξοδικό κόσκινο για να
γίνουν οι εκλεκτοί που θα προωθηθούν, που θα γίνουν αντικείμενο επένδυσης και
όνομα «βιτρίνας». Γιατί αυτό που μπαίνει στη βιτρίνα πρέπει να ‘ναι το καλύτερο
απ’ τα διαθέσιμα, με χιλιογραμμένο θέμα μεν αλλά καλογραμμένο.

     Χιλιογραμμένο,
γιατί το μαζικό target group δεν θα δώσει χρήματα να αγοράσει κάτι αναπάντεχο,
παράξενο, που ίσως να μην μπορεί να το παρακολουθήσει, που ίσως το θέμα-υπόθεση
να μην του τραβήξει το ενδιαφέρον. Δεν θα αγοράσει κάτι έξω απ’ τα «νερά» του.
Δεν θα δοκιμάσει να φάει κάποια τροφή που δεν ξέρει αν τρώγεται, η δημιουργία
της οποίας περνάει μέσα απ’ το στομάχι του πολιτιστικού μηχανισμού διαγράφοντας
συνεχές κύκλο. Καλογραμμένο, γιατί πολύ απλά πρέπει αυτό που θα διαβάσει να του
αρέσει τεχνικά. Να διαβάζεται εύκολα η ιστορία, να κεντρίζει το ενδιαφέρον, να
κορυφώνει την αγωνία, όλα τα στοιχεία που καθιστούν καλογραμμένο ένα
μυθιστόρημα.

     Έτσι,
δημιουργείται το κοινό ενός best seller επιτυχημένου συγγραφέα, ο οποίος μπορεί
να κάνει δυο βιβλία το χρόνο με την ίδια συνταγή, να μπαίνει στη βιτρίνα, να
διατηρεί και να αυξάνει το κοινό του και σαν επαγγελματίας σεφ να ετοιμάζει για
μια ακόμη φορά το ίδιο ωραίο φαγητό για περισσότερους πελάτες. Ο ίδιος
ικανοποιημένος, οι πελάτες ικανοποιημένοι και ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου πιο
ικανοποιημένος απ’ όλους. Στον καιρό της αυτοματοποιημένης παραγωγής, η τέχνη ως
μέρος της βιομηχανίας δεν μπορεί παρά να είναι κι αυτή αυτοματοποιημένη όταν
πρόκειται να διαδοθεί ευρύτερα, να φέρει κέρδη εύκολα και γρήγορα, να
ξεπουλήσει σαν ζεστό κουλούρι.

     Σχεδόν η ίδια μέθοδος ακολουθείται πάνω κάτω
σε όλες τις μορφές τέχνης που παράγονται και προωθούνται μαζικά. Τα best seller
έχουν παντού την ίδια λογική. Με την διαφορά πως ενώ στην λογοτεχνία δεν μπορεί
να παρακαμφθεί ο δημιουργός, στην μουσική και στον κινηματογράφο ο δημιουργός μπορεί
να μένει στο περιθώριο και να εξυψώνεται ο μεταπράτης, ο ηθοποιός, ο
τραγουδιστής, ο παραγωγός του θεάματος. Αυτοί στα εξώφυλλα, αυτοί σε
συνεντεύξεις, αυτοί τα υψηλότερα μπάτζετ. Αυτό γίνεται γιατί η σημασία της
τέχνης μεταπηδά από το κομμάτι της δημιουργίας που είναι πλέον αυτοματοποιημένη
στο κομμάτι του θεάματος, σ’ αυτό που αντικρίζει ο πελάτης, αυτό για το οποίο
πληρώνει.

     Επειδή, όμως, κάθε θεωρητική παραγωγική
υπόθεση σε ανθρωπολογικό πεδίο έχει εξαιρέσεις, δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη
η προσωπική, ξεχωριστή άποψη του καθενός για ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα σε
συνάρτηση με την αισθητική του καλλιέργεια που δεν μπορεί να μπει σε
καθορισμένα κουτιά. Πάντα θα προκύπτει το διαφορετικό, το πρωτότυπο, το
ξεχωριστό, το αιώνια όμορφο και πάντα θα προσπαθεί κάποιος να το ανακαλύψει σε
μια θάλασσα μαζικών δημιουργημάτων μορφολογικά ομοίων που το σκεπάζουν. Σε μια
θάλασσα που διαμορφώνει τα «μ’ αρέσει» και τεμαχίζει το γούστο σε αριθμούς, που
τα κύματά της είναι οι κανόνες της αγοράς. Τέλος, αν ο Σεφέρης εξέδιδε αύριο
την πρώτη του συλλογή, σε πόσα χρόνια θα έπαυε να εκδίδει με δικό του κόστος;