Αυτό το κείμενο δεν είναι κριτική.
Είναι οι σκέψεις που ακολούθησαν την παράσταση ‘Βρυκόλακες’ του Ίψεν, σε
σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά, στο θέατρο Εκάτη.

 Ο Φρόυντ έλεγε ότι η Τέχνη μπορεί να αποδώσει καλύτερα
το νόημα των πραγμάτων σε αντίθεση με τη Θεωρία που χρειάζεται να επεξηγεί και
να αναλύει. Και ο Τσόμσκι συνηγορούσε λέγοντας ότι η Τέχνη θα παρέχει πάντα
βαθύτερη αντίληψη της ανθρώπινης κατάστασης από οποιοδήποτε μοντέλο
επιστημονικής έρευνας.

Φυσικά, ο Ίψεν είναι γνωστός. Όμως
πάντα υπάρχει ένας νέος τρόπος να διαβάζουμε τα μεγάλα κείμενα, να ακούμε τις
μεγάλες μουσικές, να βλέπουμε τα σπουδαία έργα ζωγραφικής ή να ερμηνεύουμε τις
μεγάλες θεατρικές στιγμές. Και αυτόν τον τρόπο στη συγκεκριμένη περίπτωση μας
πρόσφερε η σκηνοθετική ματιά της  κ.
Λουρμπά.

Τόνοι καθημερινότητας, χαρακτήρες της
γειτονικής πόρτας, χρώματα γήινα με έμφαση στις φθινοπωρινές κλίμακες – παρ’
ότι όλοι προσποιούνται στην αρχή του έργου για ένα νέο ξεκίνημα – υποδόρια καυστικά
υγρά που κυλούν εξ αρχής στις φλέβες της παράστασης, ανάδειξη των μικρών
προσωπικών δραμάτων που στοιχειώνουν τις ζωές, τον χρόνο, το τέλος.

Μα κυρίως, κι εδώ θέλω να σταθώ
ιδιαίτερα, είναι το παίξιμο των ηθοποιών: σαν σ’ όλη τους τη ζωή να είχαν αυτούς
τους ρόλους, να ήταν οι ίδιοι αυτοί οι ρόλοι. Ανεπιτήδευτοι, έδιναν την
εντύπωση ότι είναι αμακιγιάριστοι, τόσο κοντά μας, με την ειλικρίνεια της
απλότητας, σαν να μην παίζουν θέατρο, σαν να ζουν τις ζωές τους, το δράμα της
ζωής τους κι εμείς να βρεθήκαμε ξαφνικά εκεί να παρακολουθούμε με κάποια ντροπή
που είμαστε θεατές το προσωπικό τους δράμα, με κάποια αδιακρισία θα έλεγα, τη
ζωή αυτών των ανθρώπων που παίζοντας θέατρο μας κάνουν να βρισκόμαστε μέσα στην
ίδια τη ζωή.

Σαν να διαβάζαμε το ‘Παράδοξο του
ηθοποιού’ του Ντιντερό όπου ο ηθοποιός οφείλει να προσποιείται τον ηθοποιό
επειδή οφείλει να έχει ξεχάσει ότι είναι. Ή την οξυδερκή παρατήρηση του Σαρτρ
στη Φιλοσοφία της ύπαρξης για το πώς ο σερβιτόρος οφείλει να υποκρίνεται τον
σερβιτόρο σαν να μην είναι.

 Και παρ’ ότι με αδιακρισία παρακολουθούσα το
δράμα της ζωής αυτών των ανθρώπων, κάποια στιγμή με συνεπήρε τόσο η παράσταση
που αισθάνθηκα την ανάγκη να βγω από το σκοτάδι της θέσης μου –από τον κόσμο
μου– και ν’ ανέβω στη σκηνή –στον κόσμο τους- και να πω στην καθηλωτική Άλβιγκ
– Πέπη Οικονομοπούλου- «μη στενοχωριέστε, κάτι θα σκεφτούμε», να πω στον
πειστικότατο Πάστορα –Μάνο Χατζηγεωργίου- «πάτερ, συστήστε τους τουλάχιστον μια
ψυχοθεραπεία», στον εκπληκτικό Όσβαλτ –Αλέξανδρο Κλημόπουλο- «μήπως θα βοηθούσε
ένα ταξίδι ακόμα;», να θυμώσω στον ανελέητο Έκστραντ –Βαγγέλη Ζερβόπουλο, να
τραβήξω τ’ αυτί στην καταλυτική Ρεγκίνα –Σοφία Μανωλάκου- και να της πω «maisnon,madame,cen’estpasbien».
Ναι, σκεφτόμουν, δεν πρέπει να ‘ναι ηθοποιοί τούτοι δω, παίζουν τόσο φυσικά,
τόσο αβίαστα, δεν μπορεί να ‘ναι ηθοποιοί, προσποιούνται τους ηθοποιούς για να
μας πουν δυο πράγματα για την ανθρώπινη συνθήκη. Είμαι σίγουρος ότι σ’ όλη τους
τη ζωή ήταν αυτό που είναι στην σκηνή: πάστορας, πατέρας,… Είμαι περίεργος να δω
αν θα μας το πουν στο τέλος.

 Προσέξτε το βήμα αυτών των ανθρώπων στην
σκηνή: πως ο καθένας με μια λιτή ανυποψίαστη μοναδικότητα έχει το δικό του
βήμα, το δικό του ρυθμό στη ροή του κόσμου, κινεί την ύπαρξή του με τις σκέψεις
που έχει μέσα στο κεφάλι του για το σχέδιο της ζωής του. Και αυτό μεταδίδεται
στο βήμα τους, στο πως διασχίζουν τον χρόνο ή είναι παγιδευμένοι στα ίδια αυτά
βήματα, στο πέρα δώθε του δωματίου, στο πέρα δώθε Νορβηγία- Γαλλία ή στα καρφωμένα
πέλματα την κυρίας Άλβιγκ.

Ένα ύψιστο θεατρικό μάθημα ενός τέλεια
συγκερασμένου οργάνου σκηνοθεσίας και υποκριτικής.

 Ο Ίψεν στους Βρυκόλακες μας λέει: η ζωή είναι
γραμμένη αλλού, στο παρελθόν, στην επανάληψη, στις επιθυμίες ή στους φόβους
άλλων, στο μη- σωστό αλλά που η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να αρνηθεί. Ο Ίψεν ως
διαχρονικός συνεχιστής του Σοφοκλή παραδίδει την μοίρα του ανθρώπινου όντος σε
κάτι έξω από αυτόν, σ’ ένα παρελθόν που με τη μορφή συμπτώματος – οικογενειακού
μυστικού (σε κάθε οικογένεια υπάρχει ένα μυστικό) εξουσιάζει ανελέητα τις ζωές
των ανθρώπων. Ο Ίψεν ανοίγει το απόστημα αλλά δεν κάνει τίποτα για να το
κλείσει, ίσως επειδή δεν κλείνει, τι να κλείσει άλλωστε; Το οικογενειακό
μυστικό που βρυκολακιάζει από γενιά σε γενιά και που έχουμε καθένας μέσα του
δεν είναι παρά το υπαρξιακό μυστικό ότι ο άνθρωπος επινοεί νοήματα μέσα από τα
προσωπικά του δράματα γιατί έτσι περνάει ο χρόνος, γιατί έτσι ξεχνάμε ότι το
νόημα δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ. Θυμάμαι εδώ τους στίχους του ποιητή: «Μη
τους ξεσκεπάζετε τους ανθρώπους. Αφήστε τους να κοιμούνται σκεπασμένοι με τα
κουρέλια των επιθυμιών τους».

 Ξαφνικά, κατάλαβα ότι παρότι βρισκόμουν στη
θέση του θεατή ήμουν κι εγώ στη σκηνή, έπαιζα κι εγώ, συμμετείχα στο δράμα των
άλλων, προφανώς κινούμενος από το δικό μου ανθρώπινο δράμα, το κάθε ανθρώπινο
δράμα: «η ζωή ως ασθένεια με πολύ άσχημη πρόγνωση», η ζωή ως δράμα και ως πάθος
για να ξεχνάμε το μηδέν της κατάληξης, η ζωή ως πλεκτάνη νοημάτων και τραγωδιών
για να μην καταλάβουμε ότι το νόημα λείπει.

Η Β. Λουρμπά μ’ ένα εξαιρετικό ύφος,
χαμηλόφωνο και αλύπητο, παρ’ ότι κατά στιγμές φωνασκούν, ίσως για να τρομάξουν
τους Βρυκόλακες, μας συνεπαίρνει ‘ανεπαισθήτως’ και ξαφνικά είμαστε μέσα στην
παράσταση σώμα κι εμείς στο σώμα της παράστασης που ασθμαίνει,  λαχανιάζει, αγωνιά, ένα παλλόμενο σώμα του
οποίου η μόνη διέξοδος είναι το να μην ξέρουμε το τι θα συμβεί μετά, στην
αυλαία. Και αυτό είναι ένα ακόμα σημείο της σκηνοθετικής πρωτοτυπίας. Δεν
αφήνει ψευδαισθήσεις, δεν γλυκαίνει, δεν επιλέγει μια παρηγορητική εκδοχή. Η Β.
Λουρμπά ξέρει σαφώς να ξεχωρίζει το δράμα στον Ίψεν από κείνο στον Τσέχωφ: δεν
θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες. Η Β. Λουρμπά όταν σβήνουν τα φώτα μας αφήνει μόνους
να αναλογιστούμε τις θύελλες που προκύπτουν στην αναζήτηση νοήματος, μας αφήνει
μόνους με τους τρυφερούς μίσχους των ηθοποιών της να έχουν λυγίσει από αυτό που
αγάπησαν: τη ζωή.

ΥΓ.

Στην παράσταση συμβάλλουν σημαντικά η
μουσική επιμέλεια του κ.Sopak, με μουσική η
οποία δεν αναπληρώνει, δεν σχολιάζει το κείμενο αλλά σηματοδοτεί τις στιγμές
της κλιμάκωσης του δράματος. Συμβάλλουν επίσης τα κοστούμια και τα σκηνικά του κ.
Σ. Πασχαλίδη,  πειθόμαστε ότι δεν
πρόκειται για καθημερινότητα αλλά για θέατρο και οι ευρηματικοί φωτισμοί του κ.
Π. Μανούση που αξιοποιούν στο έπακρο το χώρο και την εξέλιξη του δράματος με
εισαγωγικό εύρημα το πρώτο σκοτάδι μετά την παρουσίαση των ηθοποιών στην σκηνή
σαν να κόβεται το ρεύμα, σαν το υπόλοιπο έργο να εξελίσσεται στο απόλυτο
σκοτάδι των χαμένων προορισμών.

 Όσο για το θεατρικό χώρο είναι η ίδια η ψυχή
της Βαλεντίνης Λουρμπά.

Και μια ένσταση: τί χρειάζεται το
διάλειμμα; Το διάλυμα της ύπαρξης είναι συνεχές.