εκδόσεις « ΕΝΔΥΜΙΩΝ » 

 2013

«
Η ανατομία της καθημερινότητας

στα
ποιήματα της Κατερίνας Χανδρινού »

Τ’
αγρίμια ζούνε στις βουνοπλαγιές. Τρέφονται απ’ τα δάση και  την μοναξιά τους. Συνήθως κανένα άλλο ζώο δεν
τα συντροφεύει και πλανώνται πέρα δώθε δίχως να τα πολιορκεί η αίσθηση της
ματαιότητας των πάντων. Μάλλον δεν είναι συμπαθητικά ζώα κι αυτό τα κάνει άγρια
και σκληρά.

Η
Κατερίνα Χανδρινού αντιθέτως, (γνήσιο αγρίμι της πόλης, έτσι όπως συνηθέστατα
με τα σκουρόχρωμα επιβλητικά της ρούχα και τα βαρύχρωμα, βαθύ πορφυρό για
παράδειγμα, ή με την γοητεία της αστραπής λευκά, κοσμήματά της κυκλοφορεί στους
χαώδεις και αχανείς δρόμους της Αθήνας) είναι συμπαθέστατη.

Πρόκειται
για ένα κορίτσι που επιμένει να ομορφαίνει μα με το στανιό, μα με την ανακάλυψη
ή την αποκάλυψη, τους όρους ύπαρξης της στην πόλη.

« Ο
λόγος που δεν αυτοκτονώ δεν είσαι συ: είναι κάποιοι

αρχαίοι
στύλοι …

που
υψώνονται αναπάντεχα, μες στα σκατά της πόλης … »

γράφει
στο ποίημα Καλλιρρόης, χωρίς να φοβάται τις λέξεις, χωρίας να φοβάται την
αλήθεια, κι ας είναι η αλήθεια « μια ηλίθια από άλφα » (απ’ το ποίημα «
Ειρωνεία »

Θεωρώ
πυρήνα της συλλογής το ποίημα «Ο Δρόμος Πίσω». Σ’ αυτό το ποίημα η Χανδρινού
περιγράφει με συμπυκνωμένη επιτυχία μία κατάσταση πόλης σε τρεις συνέχειες. Η
προσπάθεια ενός κοριτσιού να χειραφετηθεί, που ξεκινά σ’ ένα άθλιο διαμέρισμα,
η επιστροφή της στεμμένη με απόλυτη αποτυχία, στο πατρικό της και μια ρακοσυλλέκτρια.
Είναι προφανές ότι για την ρακοσυλλέκτρια δεν τίθεται θέμα στέγης κι όμως στο
τέλος η αποτυχημένη κοπέλα αισθάνεται το ίδιο ή χειρότερα απ’ την ρακοσυλλέκτρια,
κάτι το οποίο ποτέ δεν αισθάνθηκε ούτε καν σκέφτηκε η διογενικής φύσης
ρακοσυλλέκτρια. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα ποίημα αγάπης και υπομονής. Μ’
αυτά τα δύο στοιχεία μας προτείνει η ποιήτρια να πορευτούμε. Με αγάπη και
υπομονή.

Όλο
το βιβλίο το διατρέχει η αίσθηση της αγωνίας και των εγνοιών (γεροντοκόρες τις
αποκαλεί η ποιήτρια) που πρόωρα μας μεγαλώνουν (της ζωής μου απόψε μεσημέρι,
γράφει κάπου αλλού η νεαρή, ωστόσο, ποιήτρια)

Είναι
η αίσθηση της μεγαλούπολης που ταχύτερα απ’ όσο νομίζουμε μας ρουφάει το
μεδούλι, είναι η πλήξη (δύο φορές αναφερόμενη στο βιβλίο) που μας εκμηδενίζει, πάντως
σε κάθε περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα αγρίμι που κάποτε ήταν και ήθελε
να παραμείνει τρυφερό ζαρκάδι. Κάπως έτσι, Χανδρινού, ανάμεσα στις νεραντζιές
της Καλλιθέας, κι ανάμεσα στις πολυώροφες πολυκατοικίες αναζητά τον χαμένο της
εαυτό. Στα ποιήματά της η Χανδρινού ανατέμνει την καθημερινότητα της
μεγαλούπολης. Αλλού αναφέρεται στην ουρά των δημοσίων υπηρεσιών, αλλού στην μη
αποφυγή της πλήξης παρά την γέννα, άρα σε μια γυναίκα που λάθεψε, αυτό κι αν είναι καθημερινότητα! Αλλού στα αποτελέσματα νόμων που κατακρεουργούν την θέα
που προσφέρει η φύση, αλλού στην φανερή οικονομική αντίθεση ανθρώπων (χωρίς να
πέφτει στην παγίδα της επιφανειακής πολιτικής, αφού αλλιώς δεν θα ήτανε
αγρίμι!).

Η
γραφή της Χανδρινού είναι απλή, δωρική και λιτή, δίχως απαιτήσεις εντυπωσιασμού,
σαν η ίδια η γραφή της να καθρεφτίζει τον περιβάλλοντα χώρο στον οποίον
κινείται. Δεν θα μπορούσε αλλιώς όταν πρόκειται για μια κατάθεση ψυχής και δη
εγκλωβισμένης σε μια μεγαλούπολη. Ακόμη κι αν ήθελε η Χανδρινού να κρύψει αυτό
το γεγονός θα γινόταν ολοφάνερο απ’ τα ποιήματα της.

Βρισκόμαστε
μπροστά σ’ ένα βιβλίο «urban»,
ας το πω έτσι, ποίησης που κρατάει τη σκούφια του από την «μελαγχολία του
Παρισίου» τουBaudelaire. Η
ίδια δεν περιγράφει αξιολογικά τις καταστάσεις. Μας τις παρουσιάζει με τα μάτια
ενός, όντως, αγριμιού. Δεν μοιάζει ωστόσο να θέλει να δραπετεύσει απ’ την πόλη.
Απλώς προσπαθεί να βρει τις λύσεις της και τις διεξόδους της, κι αυτό είναι που
κάνει το αγρίμι «συμπαθές».

Θεωρώ
πολύ φυσιολογικό μια τέτοια πρώτη ποιητική κατάθεση απ’ την πλευρά της
Χανδρινού. Όμως θα περιμένουμε με αγάπη και υπομονή, όσοι διαβάσουμε το
«Συμπαθές Αγρίμι», απ’ αυτή την εξαιρετικά ευαίσθητη ποιήτρια, να δούμε την
επόμενη δουλειά της. Της εύχομαι, δε, κάθε καλό μπροστά της.   

Κρανιά
Ολύμπου, Χριστούγεννα 2013