(Από την πρώτη συλλογή: «Αστάθμητα», 1978)

ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ

Δευτέρα
πάλι και, η πόρτα του απογεύματος

πάλι
κλειστή.

Πότε
να δεις τα δέντρα· ολοένα ξεμακραίνουν.

αδειάζει
η αυλή –

Το
κελάηδημα στο κλουβί μια πληγή!

Δε
φτάνει η Κυριακή.

Η
καρέκλα πλάι στο παράθυρο.

Μες
στο δωμάτιο αρχίζει και τελειώνει ο δρόμος.

Γέρνουν
ξανά οι ώρες.

Η
βουή πέρα απ’ τη μάντρα και οι φωνές του Σταδίου


μια στιγμή που δακρύζουν αλλιώς τα παιδιά.

Γρήγορα
που νυχτώνει η Κυριακή!

Σαν
έρχεται η Δευτέρα, στενεύεις
πιότερο.

Ένα
γυμνό μαχαίρι η  μέρα. Κι ο φόβος –

μη
μιλήσεις, μη διαμαρτυρηθείς,

παντού
σε βλέπουν.

Που
να βρεις μια στιγμή

                            να συμφιλιώσεις τα
χέρια σου;

  

ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ

Όταν
τελειώνουν οι λέξεις, λέει

μένουν
τα χέρια· η σιωπή τους.

Μένει
εκείνο το άναρθρο βλέμμα

λίγο
πριν ή λίγο μετά το ανεπανόρθωτο.

Τότε
εσύ, αλλάζεις όνομα

και
πρόσωπο.

Θυμίζεις
τα αγάλματα.

ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟ

Η
ίδια πανάρχαιη απορία∙ ανικανοποίητη.

Ποιος
στέκει πίσω από το άγαλμα;

Πίσω
από την εσταυρωμένη σιωπή;

Ποιος,
όταν στο απέναντι πεζοδρόμιο

ο
αστυφύλακας χτυπά τον απεργό.

 Όταν η σφαίρα

βρίσκει
το άγαλμα στον καρπό

και μένει
η διαμαρτυρία αποσιωπημένη!

Τα
χέρια σου δεν ξέρουν πια,

                  ουδέτερα μπρος στο θάνατο

ΛΕΥΚΟΤΗΤΑ

Λευκό
το χαρτί – ανένδοτο.

Πώς
να υψωθείς;

Κι
αυτό το παράθυρο του απογεύματος!

Έξω
είναι μια άλλη λευκότητα:

ο
καπνός, το μπετόν, κι οι τροχοί.

Το
πρόσωπό μου, στο πρόσωπό σου σκοντάφτει.

Μαύρο
το ρούχο στην ταράτσα.

Το
μάρμαρο της σκάλας μαύρο.

Πιο
μαύρη η άσφαλτος.

-Οι
καμινάδες, ξέρεις, μέσα μας αναπαύονται.

-Καληνύχτα.

Πως
να υψωθείς!

Έτσι
μένουμε τα βράδια στο Αιγάλεω.

Χωρίς
άλλοθι.

Με
τη γέφυρα της ποίησης∙

                                           
πεσμένη.

                     (από την συλλογή: «Απόπειρες», 1981)

ΑΝΤΙ
 ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Δέξου
με κι απόψε τον μουγκό.

Ώρα
οχτώ, τα πρόσωπα όλα τεντωμένα.

Και
οι σκέψεις τεντωμένες.

Και
τα σύρματα τεντωμένα.

Κι
εγώ στη Σελήνη μοναχός.

Βάζω
φωτιά. Ετοιμάζομαι

                                          να
πηδήσω.

Οι
πόρτες,

 μου στέρησαν πάλι τα δικαιώματά μου.

Εσύ
μου απέμεινες κι απόψε.


ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΙΙ

Χαμογέλα
χωρίς στηρίγματα.

Και η βέβαιη νύχτα.

Αληθινός
μες στο ψέμα του ο καθρέφτης.

Κι
αυτός:

«Πότε
επιτέλους θ’ απαλλαγούμε

από
τα δούρεια είδωλα», είπε.

Κι
επέμενε:

                  «Ας είχαμε κάτι ελάχιστο

από
τη σοφία των παιδιών, όταν βραδιάζει!»

ΤΑ
ΡΟΛΟΓΙΑ

                             στη Νανά Ησαΐα

Και
βέβαια, το ξέρεις,

σε
τίποτα δεν ωφελούν τα ρολόγια.

Οι
δείχτες είναι το σπαθί, που

διαρκώς
αλλάζει κόψη.

(Ατέλειωτοι
κύκλοι αφαιρέσεως τα ρολόγια).

  

ΧΑΛΚΙΔΑ,
1985

Βραδιάζει
αργά και η θάλασσα σκουραίνει.

Κάτι
αρχαίες συλλαβές ο αγέρας μουρμουρίζει

«…Χαλκίδα
πόλιν εμάν προλιπούσα…».

Βραδιάζει.

Μπαίνουν
τα όρια τα φοβερά της Νύχτας.

Τα
σπίτια σκύψαν στα νερά, να δούνε την ψυχή τους.

Να
βάλουν λες, σε μια δοκιμασία βραδινή τα μάτια.

Τα
μάτια που παλεύουνε να κρατηθούν

Πίσω
απ’ τα κρύα τζάμια.

Βραδιάζει
αργά απ’ τον Καράμπαμπα

κι
εγώ δε θέλω.

Μήτε
τσιγάρο, μήτε φως, μήτε τραγούδι.

Έτσι,
μες στην ασάφεια των στιγμών

κοιτάζω
τη ζωή μου.

Πως
με διέσχισαν τόσα νερά!

Βραδιάζει
αδιάκοπα εδώ.

Μες
σε σφυρίγματα αρχαίων καραβιών.

Κι
εσύ,

πάνω
απ’ την κόψη του Ευρίπου:

«…Όλοιντο
λόγχαι και τα Μενέλεω κακά…»,

να
προστάζεις. Αλλά…

Βράδιασε
άλλη μια φορά στη διχασμένη πόλη.

Τα
ψέματα τραβούν ξανά  προς τους ανθρώπους.

ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Παράθυρα
φωτεινά και παράθυρα σκοτεινά.

Καληνύχτα.

Έριξα
την τελευταία σιωπή μου στην άσφαλτο,

τυλίχτηκα
τα σκοτάδια μου, κι ανηφόρισα.

Καληνύχτα
πλατείες και αγάλματα!

Κάποτε,
πάνω σε πέτρες γυρτές

ακουμπήσαμε
τη ζωή μας

κι
εκείνες

                 βυθίστηκαν.

Θυμάμαι
το χέρι σου, μες στο σούρουπο

όταν
απλώθηκε να μ’ αγγίξει και

                                 δε μ’ άγγιξε.

Όταν
το τρένο διέσχισε το δωμάτιο

σφυρίζοντας
παλιούς χωρισμούς.

Τα
δάκρυα σου θυμάμαι,

λιωμένο
γυαλί στις παλάμες μου.

Δεν
ήξερα τι σχήμα να δώσω στη θλίψη σου

ποια
στάση στα χέρια μου!

Τα
μάτια σου, τα βαθιά  πηγάδια

απ’
όπου αντλούσα τις Κυριακές μου, θυμάμαι.

Καληνύχτα
χέρια και πρόσωπα που αγάπησα.

Τώρα
που το φεγγάρι

                             ρίχνει στα τζάμια

 τη στάχτη του,

οραματίζομαι
τους Γαλαξίες.

Τις
βροχές τις γεμάτες ποιήματα.

Τις
επουλωμένες πληγές των ανθρώπων.

Καληνύχτα
λοιπόν περασμένες σιωπές

—-

Εργοβιογραφικό σημείωμα

Ο Χρήστος Τουμανίδης, γεννήθηκε το Μάιο του Ι952, στη Λιθαριά της Πέλλας.
Μετά το διάστημα 1962-1965 που έζησε στη Νάουσα Ημαθίας, εγκαταστάθηκε στην
Αθηνά (1965), όπου ζει και εργάζεται. Ασκεί το 
άχαρο επάγγελμα του Δικαστικού Επιμελητή. Στο μαγικό χώρο της ποίησης
μπήκε, δειλά-δειλά, από τα δεκαπέντε του χρόνια. Σταθμός στη ζωή και την
περαιτέρω πορεία του στην ποίηση, υπήρξε η γνωριμία του με τον  Γιάννη Ρίτσο (1974), κοντά στον οποίο
μαθήτευσε στα μυστικά της ποιητικής δημιουργίας.

Στα
γράμματα εμφανίζεται το 1978, με την συλλογή του Αστάθμητα.

Ανήκει στη
λεγόμενη «Γενιά του ‘70».

  

Έχει εκδώσει τα παρακάτω έργα:

1.    Αστάθμητα, 1978

2.    Απόπειρες, 1981

3.    Η ώρα του λιμανιού, 1987

4.    Αντίστιξη των άστρων, 1997

5.     Κεριά θυέλλης, 2005

6.    Η γέφυρα των στίχων,2009, δίγλωσσο (μαζί με τον αλβανό ποιητή Miianov
Kallupi)

7.    Σαν κομπολόι Λιθαριάς (μικρό ανθολόγιο), 2010.

8.    Ελεγείες της Ανατολής, 2013

                             

                                ***

9      
Ανθολογία
Ελληνικού Χαϊκού, Δελφοί, 199

10   Λύρα του
Πόντου, Ανθολογία (ποιητές ποντιακής καταγωγής), 2003

                                 ***

11  Ποιητικά τετράδια, επιλογή στα Ρωσικά,                                                                  
1998 ( μετάφραση: Ευγενία Κριτσέφσκαγια)

12  Stundernas Mytologi, Provoles, 1999, (επιλογή μετάφραση στα σουηδικά.
Μετάφραση: Κώστας Κουκούλης)

13   Αntologjia e Haikut grek
(Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, στα αλβανικά), 
Egnatia, 2005, Elbasan

14   Στα αλβανικά επίσης,
μεταφράστηκε και εκδόθηκε η συλλογή του Κεριά θυέλλης, Dunie Qirijsh, Meaur,
2006, Tirane

15  Hije qe ecin (Η σκιά που προχωράει- Επιλογή από την ποίηση μου, στα
Αλβανικά),Egnatia,Τίρανα, 2009

                                                     
****

Για την
ποίηση του, μεταξύ άλλων, έχουν γράψει οι:

Τάσος Λειβαδίτης, Νίκος Σπάνιας, Γιώργος Μαρκόπουλος, Φώντας Κονδύλης,
Αγγελική Κώττη, Αργυρώ Μαντόγλου, Γιάννης Μπασκόζος,  Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Μilianov Callupi,
Beatrice Ballici.